-
1 болт
1. (стержень для навинчивания гайки) о κοχλίας, ο γόμφοςанкерный - αγκίστρωσης, ο ενδέτηςприжимной - см. натяжной -призонный - ακριβείας, εφαρμοστός -- с крючкообразной головкой - με γάντζο, το αγκιστρωτό βλήτρο- с проушиной κρικωτός -, η μάπαчёрный - οακατέργαστος ήλος, разг. γύφτικος -2. (засов) τομάνδαλο, ο μάνδαλος, η αμπάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болт
-
2 гвоздь
το καρφ/ί, ο ήλοςвытаскивать - εξάγω το -, забивать - καρφώνω το -затяжной кож. - σύσφιξηςпаркетный - του παρκέ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гвоздь
-
3 ёрш
1. (щётка) η βούρτσα, η ψήκτρα 2. (зазубренный гвоздь) о αγκωνωτός/ακιδωτός ήλος 3. (рыба) ακερίνη η κυπτάζουσα, разг. η πέρκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёрш
-
4 заклёпка
1. (действие) το κάρφωμα 2. (деталь) το καρφί, ο ήλος· винтовая - κοχλιοφόρο -односторонняя - см. глухая -полая - см. трубчатая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклёпка
-
5 гвоздь
гвозд||ьм τό καρφί, ὁ ήλος:деревянный \гвоздь ἡ ξυλόπροκα, τό ξυλοκάρφι· прибивать \гвоздьями καρφώνω· ◊ \гвоздь сезона τό κλου τῆς σεζόν. -
6 Nail
subs.On the hand or foot: P. and V. ὄνυξ, ὁ.Rivet: P. and V. γόμφος, ὁ (Plat., Tim. 43A).Peg for hanging things: Ar. and V. πάσσαλος, ὁ (Eur., Heracl. 698).Studded with nails, adj.: V. εὔγομφος.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nail
-
7 Rivet
subs.P. and V. γόμφος, ὁ (Plat., Timae. 43A).——————v. trans.Be riveted: Ar. and V. γομφοῦσθαι, V. ἐφηλοῦσθαι.Rivet one's gaze on: see Fix.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rivet
См. также в других словарях:
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)