-
61 ευθραυστος
-
62 болт
1. (стержень для навинчивания гайки) о κοχλίας, ο γόμφοςанкерный - αγκίστρωσης, ο ενδέτηςприжимной - см. натяжной -призонный - ακριβείας, εφαρμοστός -- с крючкообразной головкой - με γάντζο, το αγκιστρωτό βλήτρο- с проушиной κρικωτός -, η μάπαчёрный - οακατέργαστος ήλος, разг. γύφτικος -2. (засов) τομάνδαλο, ο μάνδαλος, η αμπάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болт
-
63 гвоздь
το καρφ/ί, ο ήλοςвытаскивать - εξάγω το -, забивать - καρφώνω το -затяжной кож. - σύσφιξηςпаркетный - του παρκέ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гвоздь
-
64 ёрш
1. (щётка) η βούρτσα, η ψήκτρα 2. (зазубренный гвоздь) о αγκωνωτός/ακιδωτός ήλος 3. (рыба) ακερίνη η κυπτάζουσα, разг. η πέρκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёрш
-
65 заклёпка
1. (действие) το κάρφωμα 2. (деталь) το καρφί, ο ήλος· винтовая - κοχλιοφόρο -односторонняя - см. глухая -полая - см. трубчатая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклёпка
-
66 гвоздь
гвозд||ьм τό καρφί, ὁ ήλος:деревянный \гвоздь ἡ ξυλόπροκα, τό ξυλοκάρφι· прибивать \гвоздьями καρφώνω· ◊ \гвоздь сезона τό κλου τῆς σεζόν. -
67 αμφικέφαλος
ος, ον с двумя головками;αμφικέφαλος ήλος — заклёпка
-
68 γυρωτικός
η, ό[ν] заклёпочный;γυρωτικός ήλος — заклёпка
-
69 άλοι
-
70 ἇλοι
-
71 άλοις
-
72 ἅλοις
-
73 άλος
-
74 ἇλος
-
75 άλου
ἄ̱λου, ἀλόωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀλόωpres imperat act 2nd sgἀλόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἅ̱λου, ἅλλομαιsal-aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἅλλομαιsal-aor ind mid 2nd sg (attic epic doric)ἅ̱λου, ἧλοςnail-head: masc gen sg (doric) -
76 άλων
ἅλωνplantation: fem nom /voc sgἅλωςthreshing-floor: fem gen pl (attic epic ionic)ἅλω̆ν, ἅλωςthreshing-floor: fem acc sg (attic epic ionic)ἅ̱λων, ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἅ̱λων, ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 1st sg (doric aeolic)ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ἅ̱λων, ἧλοςnail-head: masc gen pl (doric) -
77 ἅλων
ἅλωνplantation: fem nom /voc sgἅλωςthreshing-floor: fem gen pl (attic epic ionic)ἅλω̆ν, ἅλωςthreshing-floor: fem acc sg (attic epic ionic)ἅ̱λων, ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἅ̱λων, ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 1st sg (doric aeolic)ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ἅ̱λων, ἧλοςnail-head: masc gen pl (doric) -
78 άλως
ἄ̱λως, ἀλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)——————ἅλω̆ς, ἅλωςthreshing-floor: fem acc pl (attic epic ionic)ἅλω̆ς, ἅλωςthreshing-floor: fem nom sg (attic epic ionic)ἅ̱λως, ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 2nd sg (doric aeolic)ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 2nd sg (homeric ionic)ἅ̱λως, ἧλοςnail-head: masc acc pl (doric)——————ἅλῳ̆ς, ἅλωςthreshing-floor: fem dat pl (attic epic ionic) -
79 ήλοισι
-
80 ἥλοισι
См. также в других словарях:
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)