-
81 ήλοισιν
-
82 ἥλοισιν
-
83 ήλους
-
84 ἥλους
-
85 Αποκαθήλωση
Αποκαθήλωση ηСнятие с креста тела Иисуса Христа:η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου — Снятие с креста Распятого (чинопоследование, совершаемое в Страстную Пятницу)
Этим.< αποκαθήλωσις < απο- + καθηλόω «пригвождать, приколачивать, прибивать гвоздями» < καθ- + ηλώ < ήλος «гвоздь»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αποκαθήλωση
-
86 καθήλωση
καθήλωση ηприколачивание гвоздями:Этим.< καθηλώ(-όω) «приколачивать» < καθ-(< κατα-) + ηλώ < ήλος «гвоздь» -
87 2247
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2247
-
88 γυμνηλός
A poor, needy, Hsch., EM243.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνηλός
-
89 διάλληλος
διάλλ-ηλος, ον,A reciprocating,λόγος Stoic. 2.90
; interchangeable, of the order of words, A.D.Adv.126.2; confused, of argument, Id.Pron.50.20; δ. τρόπος argument in a circle, S.E.P.1.117, 2.68;δ. δεῖξις Dam.Pr. 290
.II interrelated, interdependent, Plot.6.8.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλληλος
-
90 καθηλόω
A nail on,παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31
(iv B.C.);τι πρός τι Plu.Alex.24
;περί τι Apollod.1.9.1
, cf. IG22.463.79, 1668.57;οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38
:—[voice] Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5;καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5
; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51;Χάλκωμα συμμαχίας.. ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7
(Astypalaea, ii B.C.).II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou',καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXXPs.118(119).120
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηλόω
-
91 καπνηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνηλός
-
92 κορύμβηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύμβηλος
-
93 κρύβηλος
κρύβ-ηλος, ον,A hidden, Hsch.:—also [suff] κρυβ-ήτης, ου, ὁ, one hidden in the earth, and [suff] κρυβ-ήσια, τά, = νεκύσια, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύβηλος
-
94 κύπρινος
------------------------------------A made from the flower ofκύπρος, ἔλαιον
Edict. Diocl.Delph.10
:—esp. as Subst. [full] κύπρῐνον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύπρινος
-
95 μακρόηλος
μακρό-ηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόηλος
-
96 μιμηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμηλός
-
97 μωμηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μωμηλός
-
98 σιγηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιγηλός
-
99 σιωπηλός
A silent, E.Med. 320, Arist.Pr. 953b1, Plu.2.47d; σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων Prov. ap. Suid. s.v. σιωπή; τὸ ς. taciturnity, Plu.Fab.1: of things,σ. κίθαρις Call.Ap.12
; θάλασσα calm, Gal.6.709. Adv.- λῶς Poll.5.147
.II σιωπηλόν, τό,= κατακάλυμμα, Sm.Is.47.2; cf. σιώπησις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιωπηλός
-
100 σταυρόω
II crucify, Plb.1.86.4, Ev.Matt.20.19, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(4).200: metaph., σ. τὴν σάρκα crucify it, destroy its power, Ep.Gal.5.24, cf. 6.14: ἧλος ἐσταυρωμένος nail from a cross, as amulet, Asclep.Jun. ap. Alex.Trall.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταυρόω
См. также в других словарях:
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)