Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἔμπεδ'

См. также в других словарях:

  • Ἔμπεδ' — Ἔμπεδε , Ἔμπεδος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδ' — ἔμπεδα , ἔμπεδα indeclform (adverb) ἔμπεδα , ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc pl ἔμπεδε , ἔμπεδος in the ground masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

  • ιλάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Λεύκιππου, γιου του βασιλιά της Μεσσήνης Περιήρους, και της Φιλοδίκης, κόρης του Ινάχου, βασιλιά του Άργους. Η Ι. και η αδελφή της Φοίβη, επρόκειτο να παντρευτούν τους Αφαρίδες Ίδα και Λυγκέα. Όταν όμως τις… …   Dictionary of Greek

  • μελεδήμων — μελεδήμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ. β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ήμων (πρβλ. ειδ ήμων, νο ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ορειλεχής — ὀρειλεχής, ές (Α) αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῑς λέοντες», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη λεχής] …   Dictionary of Greek

  • ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… …   Dictionary of Greek

  • σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»