Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔμ-πεδος

См. также в других словарях:

  • τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] …   Dictionary of Greek

  • ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο …   Dictionary of Greek

  • κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] …   Dictionary of Greek

  • κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] …   Dictionary of Greek

  • οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»