-
1 πλατύ-πεδος
πλατύ-πεδος, mit breiter Fläche (?).
-
2 τρί-πεδος
-
3 τετρά-πεδος
τετρά-πεδος, vierflächig, mit vier Flächen od. Ebenen, Hdn. 8, 4, 4. Aber τετράπεδον μέγεϑος ist eine Größe von vier Fuß, Plut. Aemil. 15, wie κλῖμαξ Pol. 8, 6, 4.
-
4 φοινῑκό-πεδος
φοινῑκό-πεδος, mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.
-
5 χαλκό-πεδος
χαλκό-πεδος, mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα ϑεῶν Pind. I. 6, 44.
-
6 κραναή-πεδος
κραναή-πεδος, mit hartem, felsigem Boden, H. h. Apoll. 72.
-
7 εὐρύ-πεδος
εὐρύ-πεδος, mit breiter Ebene, γαῖα, poet. bei Plat. ep. I, 310 a; Antp. Sid. 31 (VII, 748); ἀλωή Opp. H. 1, 192.
-
8 μελάμ-πεδος
μελάμ-πεδος, mit schwarzem Boden, Eust. 28, 23.
-
9 βαθύ-πεδος
βαθύ-πεδος (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.
-
10 οἰνό-πεδος
οἰνό-πεδος, mit Weinland, weintragend; ἀλωή, Od. 1, 193. 11, 193; Mosch. 4, 100; s. auch - πέδη.
-
11 ἀμφί-πεδος
ἀμφί-πεδος, rings mit Feld umgeben, umflurt, Pind. P. 9, 57.
-
12 ὀκτά-πεδος
ὀκτά-πεδος, = ὀκτάπους, dor., Tabul. Heracl.
-
13 ὁμό-πεδος
-
14 ἄ-πεδος
-
15 ἐπί-πεδος
ἐπί-πεδος, von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι, D. Ha l. 3, 68; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωϑεν, ohne Berge, Attika, Plat. Critia. 112 a; χωρίον Xen. u. Folgde; ἦν οὐ πάνυ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρϑίῳ τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 6, 4, 14; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene, Plat., vgl. z. B. μῆκος καὶ ἐπίπεδον καὶ βάϑος Legg. VII, 817 e; Euclid.; ἀριϑμός, Quadratzahl, Plat. Theaet. 148 a; Nicom. ar. 2, 7. – Einen unregelmäßigen compar. ἐπιπεδέστερος hat Xen. Hell. 7, 4, 13. – Adv. ἐπιπέδως, Nicom. Davon
-
16 ὑψί-πεδος
ὑψί-πεδος, mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1, 31.
-
17 ἑκατόμ-πεδος
ἑκατόμ-πεδος (von πούς, wohl dor. für ἑκατόμποδος, was sich Thuc. 3, 68 von einem Tempel der Here gesagt u. als v. l. im Hom. findet), hundert Fuß lang, Il. 23, 164; κέλευϑοι Pind. I. 6, 21; οἴκημα Pol. 6, 29, 7; bei Ath. XII, 529 b mit der v. l. ἑκατόμποδον. Der Tempel der Athene in Athen wird τὸ ἑκατόμπεδον genannt, VLL.; ὁ παρϑενὼν ἑκ., Plut. Pericl. 13 u. sonst; auch ὁ νεὼς ἑκ., Inscr.
-
18 ἑξά-πεδος
-
19 ἔμ-πεδος
ἔμ-πεδος, fest im Boden, fest auf seinem Platze, feststehend, unumstößlich; τεῖχος Il. 12, 12; μένος 5, 254; ἴς Od. 11, 393; τέλος Pind. N. 7, 57; σίνος ἐσϑημάτων, fest daran haftend, Aesch. Ag. 547; χρησμοί Eur. El. 399; ὅρκος I. T. 758; übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, er ist nicht mehr in gewohnter Sinnesart, Soph. Ai. 626; μένοντας ἐμπέδοις φρονήμασιν, die treu bleiben, Ant. 169, was an ἔμπ. ἦτορ Il. 10, 94, φρένες 6, 352, νοῠς 11, 813, den unerschütierlichen, stets sich gleichbleibenden Sinn erinnert; Priamus heißt ἔμπεδος οὐδ' ἀεσίφρων 20, 183. Von der Zeit, beständig, fortdauernd; φυλακή Il. 8, 521; κομιδή Od. 8, 453; δουλοσύνη Pind. P. 12, 14; πόνον ἔμπεδον εἴχομεν Soph. O. C. 1670. – Das neutr. ἔμπεδον u. ἔμπεδα adverbial, ἔμπεδον μένειν, Stand halten, im Ggstz der Flucht, Il. 5, 527; ὥςτε στήλη 17, 434; ϑέειν ἔμπ., immerfort, ununterbrochen laufen, 13, 141 u. öfter; χαίρειν Pind. P. 10, 34; a. D.; oft verstärkt, ἔμπεδον αἰεί; μάλ' ἀσφαλέως ϑέει ἔμπ. Od. 13, 86; ἔμπεδα Nic. Th. 4; ἔμπεδα ἐπένευσε Diod. 2 (VI, 243). Eigtl. adv. ἐμπέδως; μένειν, ἔχειν, Aesch. Ag. 828 Eum. 321; εἰρηκέναι λόγους Soph. Tr. 487; auch in Prosa; οἶδα, sicher, Plat. Ax. 372 a; μένειν ἐν ταῖς σπονδαῖς Pol. 2, 19, 1. S. oben auch ἐμπεδής. – Luc. Lexiph. 10 braucht von πέδη abgeleitet ἔμπεδος für »gefesselt«, in Fesseln.
-
20 ἰσό-πεδος
ἰσό-πεδος, dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῠν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.
См. также в других словарях:
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] … Dictionary of Greek
μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] … Dictionary of Greek
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek