Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁρκίλλομαι

См. также в других словарях:

  • ορκίλλομαι — ὁρκίλλομαι (Α) δίνω μάταιους, κενούς όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση τού τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο *ὁρκιλ(λ)ος (πρβλ. οπτίλ[λ]ος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»