Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἐλάφων

См. также в других словарях:

  • Ἐλάφων — Ἔλαφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφων — ἔλαφος deer masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»