-
1 σταθμός
σταθμός, ὁ (ἵστημι, vgl. στάϑμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταϑμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε, ϑόρας δ' ἐπέϑηκε, 21, 45; ϑύρας σταϑμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταϑμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταϑμοῖσιν ἐπ' οὐδοῠ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταϑμοῖσι τοῖςδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελϑε λαΐνων σταϑμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταϑμοί τε καὶ ὑπέρϑυρα, Her. 1, 179; σταϑμὰ ϑυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταϑμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταϑμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταϑμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισϑε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden ( οἰῶν) σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταϑμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταϑμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῠ σταϑμούς, I. 6, 45; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταϑμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταϑμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταϑμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταϑμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῠ σίτου σταϑμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταϑμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταϑμά; Seph. ἐφεῦρε σταϑ μῶν, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῠ σταϑμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταϑμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῠ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταϑμοῠ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυϑμὸν τοῠ ϑώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταϑμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσϑαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταϑμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταϑμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.
-
2 σταθμός
σταθμός, ὁ, in Trag., etc., with heterocl. pl. σταθμά, S.Ph. 489, OT 1139, E.HF 999, X.Eq.4.3, etc.; σταθμοί however occurs not only in Hom. (v. infr.), but in E.Andr. 280, Or. 1474 (both lyr.):—A standing-place for animals, farmstead, steading, τὼ μὲν (the lions)ἄρ', ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557
, cf. 12.304;κατὰ σταθμοὺς δύεται 5.140
;κατὰ σ. ποιμνήϊον 2.470
;σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ 19.377
, cf. Hes.Th. 294; sts. including the human dwelling, Od.14.504; of a swineherd's steading, ib.32; of a sheepstation, Il.5.140, 18.589, cf. E.Rh. 293; of the stable of the griffin of Oceanus, A.Pr. 398; of a deer's lair, Arist.HA 578b21, 611a20.2 of men, dwelling, abode, Pi.O.5.10 (pl.), P.4.76 (pl.);Ἀΐδα Id.O.10
(11).92;οὐρανοῦ Id.I.7(6).45
;Εὐβοίας σταθμά S.Ph. 489
, cf. PCair.Zen.344.2 (iii B.C.), BGU1185.13 (i B.C.), etc.3 quarters, lodgings for travellers or soldiers, Hdt.7.119, X.An.1.8.1, al., SIG880.15 (Pizus, iii A.D.), etc.; soldier's billet, PStrassb.92.4 (iii B.C.), etc.5 in Persia, of stations or stages on the royal road, where the king rested in travelling,σ. βασιλήϊοι Hdt.5.52
, cf. 6.119, Plu.Art.25: hence in reference to Persia, of distances, a day's march (about 5 parasangs or 150 stades), X.An.1.2.10; posting-station in the desert,σ. καὶ φρούρια OGI701.13
(Egypt, ii A.D., pl.).II upright standing-post, freq. in Hom.; sts. of the bearing pillar of the roof,παρὰ σταθμὸν τέγεος Od.1.333
, 8.458, 18.209;παρὰ σ. μεγάροιο 17.96
, cf. 22.120, 257: in pl., E.IT49; also doorpost, Od.4.838, 17.340: pl.,ἀργύρεοι σ. ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ 7.89
, cf. 10.62, Il.14.167, Hdt.1.179, S.El. 1331, E.Or. 1474 (lyr.): later, pl. σταθμά in this sense, Id.HF 999, Ar.Ach. 449, IG22.1672.70, 173, 42(1).103.94 (Epid., iv B.C.);σ. θυράων Theoc.24.15
: σταθμός alone, = threshold, door, LXX4 Ki.12.9, al.III (ἵστημι A.
IV) balance,γυνὴ.. σταθμὸν ἔχουσα Il.12.434
; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας weigh them against silver, Hdt.2.65;ἐπὶ τὸν σ. ἀγαγεῖν Ar. Ra. 1365
; ἐς τὸν σ. ἐμβάς ib. 1407; ἕλκειν ς. weigh so much, Hdt.1.50, cf. Eup.116.2 weight, σίτου ς. Hdt.2.168;σ. ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα Id.1.14
; διαφέρειν ἐν τῷ ς. Hp.Aër.1: abs., in acc., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖσι.. equal in weight to.., Hdt.1.92; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, ib.50; Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον a talent, Babylonian weight, Id.3.89, cf. Th.2.13; ᾧ πλείω παρὰ τὸν ς. excess resulting from difference of standard, PCair.Zen.782 (a).141 (iii B.C.); μυρίος χρυσοῦ ς. E.Ba. 812;σ. [θύννου] ἦν τάλαντα ιε' Arist.HA 607b32
;νόμισμα.. ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ Id.Pol. 1257a39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθμός
-
3 σταθμος
ὅ (pl. тж. τὰ σταθμά)1) логово (sc. τοῦ λέοντος Hom.; τῶν ἐλάφων Arst.)2) стойло, хлев (sc. ὀΐων Hom.; σταθμοὴ ἱππικοί Eur.)3) жилье, жилище(ἀνθρώπων Hom.)
τὰ Χαλκώδοντος Εὐβοίας σταθμά Soph. — Эвбейские владения Халкодонта4) место стоянки, воен. расположениеὁ σ. ἔνθα ἔμελλε καταλύειν Xen. — место, где (Кир) должен был расположиться лагерем
5) ( в Персии)(царская) стоянка, станция, этапный пункт (διὰ Λυδίης καὴ Φρυγίης σταθμοὴ τείνοντες εἴκοσί εἰσι Her.)
7) морская стоянка(νεῶν σταθμά Eur.)
8) столб, подпора(τέγεος Hom.)
10) весы Hom., Arst.ἱστάναι τι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον Her. — взвешивать что-л. по отношению к серебру
11) весσταθμὸν ἔχειν или ἕλκειν τάλαντον Her. — весить один талант;
μυρίον χρυσοῦ σταθμὸν δοῦναι Eur. — уплатить огромную цену -
4 σταθμός
σταθμόςstanding-place: masc nom sg -
5 σταθμός
σταθμός (-όν; -ούς, -ῶν.) s. & pl.,1 dwellingἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.10
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92
αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν P. 4.76
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.45
πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2.. ]ες σταθμοῦ[ P. Oxy. 2445, fr. 5. -
6 σταθμός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σταθμός
-
7 σταθμός
σταθμός, ὁ, (1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, bald von den Türpfosten; (2) Standort, z. B. der Schiffe; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Haustiere stehen u. sich aufhalten, Stall; von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken; in Gleichnissen wird der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; übh. Wohnung; eigtl., Stall. Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte; (3) das Gewicht, womit man wägt; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere; auch die Waage; Waagschale; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht -
8 σταθμός
σταθμός, οῦ, ὁ (Hom. et al.; ins, pap, LXX; PsSol 5:4; TestNapht 2:3; Philo, Rer. Div. Her. 144; Just., D. 111, 3 and Mel., P. 14, 90 doorposts) the mng. in ἀνέμων σταθμοί 1 Cl 20:10 is uncertain; it may be: station (?—so Polyaenus 5, 8, 1; Jos., Bell. 1, 308) or weight (?—so Jos., C. Ap. 2, 216; cp. Job 28:25).—DELG. -
9 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
-
10 σταθμός
ὁ σταθμός 1. остановка, стоянка; 2. дневной переход (мера пути); 3. вес -
11 σταθμός
-οῦ + ὁ N 2 10-24-8-5-7=54 Gn 43,21; Ex 12,7.22.23; 21,6lodge, rest station Jer 9,1(2); stage (of a journey) Nm 33,1; post, doorpost Ex 12,7; door 2 Kgs 12,10;balance, scales Is 40,12; weight Gn 43,21; id. (metaph.) Sir 16,25; (standard) measure Is 28,17οὐκ ἔστιν σταθμὸς τῆς καλλονῆς αὐτοῦ his excellence cannot be weighed Sir 6,15Cf. DORIVAL 1994, 167; HARLÉ 1988, 208; LARCHER 1985, 684-686; LAUNEY 1950, 695-712;LLEWELYN 1994, 4 -
12 σταθμός
[статмос] ουσ α железнодорожная станция, вокзал, остановка. -
13 σταθμός
poste -
14 σταθμός
1) posterunek (m) rzecz.2) stacja (f) rzecz.3) stanowisko (n) rzecz. -
15 σταθμός
1) místo2) postavení3) působiště4) stanice5) stanoviště6) strážnice -
16 σταθμός
stationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σταθμός
-
17 σύ-σταθμος
σύ-σταθμος, von gleichem Gewicht, Galen.
-
18 ζυγό-σταθμος
ζυγό-σταθμος, ὁ, die Wage, Plut. fac. in orbe lun. 15.
-
19 κοιλό-σταθμος
κοιλό-σταθμος, mit gewölbter Decke, Sp.
-
20 βαρύ-σταθμος
βαρύ-σταθμος, schwer wiegend, Ar. Ran. 1393; ὕδατα Arist. Eth. 6, 8; νόμισμα Plut. Lys. 17.
См. также в других словарях:
σταθμός — standing place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός … Dictionary of Greek
Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων … Dictionary of Greek
Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού … Dictionary of Greek
Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας … Dictionary of Greek