Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕψομαι

См. также в других словарях:

  • ἕψομαι — ἕπομαι fut ind mid 1st sg ἕψω Acut. (Sp.) pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕψομ' — ἕψομαι , ἕπομαι fut ind mid 1st sg ἕψομαι , ἕψω Acut. (Sp.) pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • εψάνδρειος — ἑψάνδρειος, ὁ (Α) ακόλουθος, υπασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕπομαι (πρβλ. μελ. ἕψομαι) + ανδρειος (< ανήρ, ανδρός)] …   Dictionary of Greek

  • καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»