-
21 ἕλκεος
-
22 έλκεσι
-
23 ἕλκεσι
-
24 έλκεσιν
-
25 ἕλκεσιν
-
26 έλκους
ἕλκοςwound: neut gen sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
27 ἕλκους
ἕλκοςwound: neut gen sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
28 ελκοίν
-
29 ἑλκοῖν
-
30 ελκών
ἕλκοςwound: neut gen pl (attic epic doric)ἑλκέωdrag about: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἑλκόωwound: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἑλκόωwound: pres part act masc nom sgἑλκόωwound: pres inf act (doric) -
31 ἑλκῶν
ἕλκοςwound: neut gen pl (attic epic doric)ἑλκέωdrag about: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἑλκόωwound: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἑλκόωwound: pres part act masc nom sgἑλκόωwound: pres inf act (doric) -
32 ελκέων
ἕλκοςwound: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)ἑλκέωdrag about: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
33 ἑλκέων
ἕλκοςwound: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)ἑλκέωdrag about: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
34 ἕλκω
1a drag met. τὸν δαὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών i. e. hindering N. 11.32b pass., met., c. inf. ἴυγγι δἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (i. e. my heart is bound by a spell cf. Theocr. 2. 17) N. 4.35c met., from wrestling. v. Gardiner, J. H. S. 1905, 28. = βιάζεσθαι (cf. Headlam-Knox on Herondas, 2. 71.)οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.103
2 med.,a c. acc. draw (a sword) ] ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον[ (sc. Ἔργινον: e Σ supp. Lobel, ἀντὶ στρατεύσαντι· τὸ γὰρ ἑλκόμενον ἀντὶ ἑλκ[υς]άμενον [εἴρηται]) Pae. 8.104 -
35 ἐμπάγνυμι
-
36 ἑός
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38
ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41
ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,Σ. N. 7.85
] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69
ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to himΠα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12
πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8. -
37 καρδία
1 heartἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
fig., of the feelings:καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11
ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96
ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225. -
38 ὀδυναρός
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. P. 2.91 πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) Pae. 1.1 -
39 ὀδυνηρός
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. P. 2.91 πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) Pae. 1.1 -
40 πρίν
a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art.,ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b prep. c. gen., before “ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” P. 4.43c conj.I before c. inf.ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.9
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) P. 9.113 ( ἄκων)ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ Pae. 1.1
]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ Pae. 6.155
bc. ind., untilἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη O. 9.57
ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
См. также в других словарях:
ἕλκος — wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
έλκος — το ους, πληθ. η (ιατρ.), παθολογική διάβρωση ιστού του σώματος, που εκτείνεται σε βάθος και δύσκολα επουλώνεται, έλκωση, τραύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγεδαινικό έλκος — (Ιατρ.). Έλκος με τάσεις επέκτασης. Το έλκος αυτό καταστρέφει το δέρμα, φτάνοντας έως το σημείο να αποκαλύπτει τους μυς, τους τένοντες και τα αγγεία (διατιτραίον φ.έ.). Σε άλλες περιπτώσεις απλώνεται διαρκώς στην επιφάνεια. Το φ.έ. μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. — ἀλλ’ οὐχ ὅλον, ὥς φάσιν, ἕλκος. См. Не вспоминай того, что было. Не растравляй душевных ран … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μαλακό έλκος — Λοιμώδες, σεξουαλικά μεταδιδόμενο (αφροδίσιο) νόσημα που εκδηλώνεται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα με την εμφάνιση πυώδους ελκωτικής βλάβης με ανώμαλα χείλη και σκούρο πυθμένα. Οφείλεται σε κοκκοβακτηρίδιο, τον αιμόφιλο του Ντικρέ, και… … Dictionary of Greek
Κνίζειν ἓλκος. — См. Где наболело, там не тронь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἕλκει — ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕλκεϊ , ἕλκος wound neut dat sg (epic ionic) ἕλκος wound neut dat sg ἕλκω sulcus pres ind mp 2nd sg ἕλκω sulcus pres ind act 3rd sg ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἑλκέω drag… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλκη — ἕλκος wound neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἕλκος wound neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλκέω drag about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑλκέω drag about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκοῖν — ἕλκος wound neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκέων — ἕλκος wound neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἑλκέω drag about pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)