Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕλεν

См. также в других словарях:

  • ἕλεν — αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέλερ, Έλεν Άνταμς — (Helen Adams Keller, Τουσκούμπια, Αλαμπάμα 1880 – 1968). Αμερικανίδα συγγραφέας. Ήταν τυφλή και κωφάλαλη από την ηλικία των 19 μηνών. Το 1887 οι γονείς της ανέθεσαν την εκπαίδευσή της στην Αν Σάλιβαν, του Ινστιτούτου Πέρκινς για τους τυφλούς.… …   Dictionary of Greek

  • Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …   Dictionary of Greek

  • Πάρκχερστ, Έλεν — (Parkhurst, Νέα Υόρκη 1887 – 1959). Αμερικανίδα παιδαγωγός και εκπαιδευτικός. Σε ένα ταξίδι της στην Ιταλία το 1914 γνώρισε τη Μοντεσόρι, της οποίας παρακολούθησε τα μαθήματα, και επέστρεψε στην Αμερική με την πρόθεση να δημιουργήσει κυρίως μια… …   Dictionary of Greek

  • Χάρισον, Τζένι Έλεν — (Harrison, 1850 – 1928). Αγγλίδα φιλόλογος, αρχαιολόγος και ελληνίστρια. Σπούδασε αρχαία ελληνικά και αρχαιολογία στο Καίμπριτζ. Μετά το τέλος των σπουδών της επισκέφτηκε για ενημέρωση και μελέτη τα αρχαιολογικά μουσεία του Βερολίνου, του Μονάχου …   Dictionary of Greek

  • Μέισι, Άνι Σάλιβαν Μάνσφιλντ — (Annie Sullivan Mansfield Macy, Μασαχουσέτη 1866 – Νέα Υόρκη 1936). Αμερικανίδα ειδική παιδαγωγός. Σε ηλικία 5 ετών προσβλήθηκε από τράχωμα (σπάνια ασθένεια των οφθαλμών), η οποία την οδήγησε σε τύφλωση· ανέκτησε την όρασή της, κατόπιν επεμβάσεων …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • CAPSI — in Ludo Latrunculorum, loculi sunt lineis distincti, in quibus calculi statuuntur, alias carceres, et mandrae, et septa, Graece χαρακώματα. In Tesserarum lusu, lineae sic dicuntur et scripta, per quae calculi currunt, κάσοι, pro κάψοι, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορυστής — κορυστής, ὁ (Α) οπλισμένος με περικεφαλαία πολεμιστής («ἕλεν ἄνδρα κορυστήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς + κατάλ. τής που συν. απαντά σε μεταρρμ. παρ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»