-
1 στη
ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἵστημιmake to stand: aor subj mid 2nd sgἵστημιmake to stand: aor subj act 3rd sgστάζωdrop: fut ind mid 2nd sg (doric)στάζωdrop: fut ind act 3rd sg (doric) -
2 στῆ
Βλ. λ. στη -
3 στῇ
Βλ. λ. στη -
4 στήθε'
στή̱θεα, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)στή̱θει, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc dual (attic epic)στή̱θεϊ, στῆθοςbreast: neut dat sg (epic ionic)στή̱θει, στῆθοςbreast: neut dat sgστή̱θεε, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
5 στήθει
στή̱θει, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc dual (attic epic)στή̱θεϊ, στῆθοςbreast: neut dat sg (epic ionic)στή̱θει, στῆθοςbreast: neut dat sg -
6 στήθη
στή̱θη, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)στή̱θη, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
7 στηθέων
στη̱θέων, στῆθοςbreast: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
8 στήθεα
στή̱θεα, στῆθοςbreast: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
9 στήθεος
στή̱θεος, στῆθοςbreast: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
10 στήθεσι
στή̱θεσι, στῆθοςbreast: neut dat pl -
11 στήθεσιν
στή̱θεσιν, στῆθοςbreast: neut dat pl -
12 στήθεσσ'
στή̱θεσσι, στῆθοςbreast: neut dat pl (epic) -
13 στήθεσσι
στή̱θεσσι, στῆθοςbreast: neut dat pl (epic) -
14 στήθεσσιν
στή̱θεσσιν, στῆθοςbreast: neut dat pl (epic) -
15 στήθους
στή̱θους, στῆθοςbreast: neut gen sg (attic epic doric) -
16 στήριγγα
στή̱ριγγα, στῆριγξsupport: fem acc sg -
17 στήριγγας
στή̱ριγγας, στῆριγξsupport: fem acc pl -
18 στήριγγες
στή̱ριγγες, στῆριγξsupport: fem nom /voc pl -
19 ἵστημι
Grammatical information: v.Meaning: `set, position oneself, make stand' (Il.)Other forms: Dor. ἵστᾱμι, med. ἵσταμαι, aor. στῆσαι, στήσασθαι, fut. στήσω, aor. pass. σταθῆναι (Od.), fut. σταθήσομαι (Att.); intr. aor. στῆναι with fut. στήσομαι, perf. ἕστηκα.Derivatives: Several, partly inherited derivations are given s.v., s. ἱστός, σταθμός, σταμῖνες, στάσις, στατήρ, στήλη, στήμων, στοά etc.; s. also στάμνος, σταυρός.Origin: IE [Indo-European] [1004] * steh₂- -stand, set'Etymology: With the intr. athematic root aorist ἔ-στη-ν agrees exactly Skt. á-sthā-m, IE *h₁é-steh₂-m. Beside it stands without agreement outside Greek already in Hom. a transitive σ-aorist ἔ-στη-σ-α like ἔ-φῡ-σ-α beside ἔ-φῡ-ν a. o.; the intrans. future στή-σομαι, was originally built to ἔ-στη-ν, but was associated with the σ-aorist. Also the trans. reduplicated athematic present ἵ-στη-μι is limited to Greek; cf. τί-θη-μι, ἵ-η-μι, βί-βη-μι; both Indo-Iranian and Italo-Celtic have thematic formations, e. g. Skt. tí-ṣṭh-ati `stands' (*- sth₂-e-ti), Lat. si-st-it. The intr. perf. ἕ-στη-κ-α, pl. ἕ-στᾰ-μεν is excep for the κ-enlargment old and represents together wiht Skt. ta-stháu, pl. ta-sthi-má, Lat. ste-ti-mus an IE perfect. Old is also the verbal adjective στᾰ-τός (Il.) = Skt. sthĭ-tá- `standing', Lat. stă-tus, OWNo. sta-ðr stc, IE * sth₂tos. Details in Schwyzer 686f., 742, 755f., 762, 775f., 782. - Other IE forms are irrelevant for Greek (e. g. Lat. stō \< *stā-i̯ō = Lith. stō-ju, OCS sta-jǫ, Germ., e. g. OS OHG stān, stēn ` stehen' after gān, gēn ` gehen'), see Bq, Pok. 1004ff., W.-Hofmann s. stō etc. S. also ἱστάνω.Page in Frisk: 1,739Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵστημι
-
20 στήι
στῇ, ἵστημιmake to stand: aor subj mid 2nd sgστῇ, ἵστημιmake to stand: aor subj act 3rd sgστῇ, στάζωdrop: fut ind mid 2nd sg (doric)στῇ, στάζωdrop: fut ind act 3rd sg (doric)
См. также в других словарях:
στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek