-
1 during
['djuəriŋ]1) (throughout the time of: We couldn't get cigarettes during the war.) στη διάρκεια2) (at a particular time within: He died during the war.) στη διάρκεια,κατά -
2 through thick and thin
(whatever happens; in spite of all difficulties: They were friends through thick and thin.) ό,τι κι αν συμβεί, στη χαρά και στη λύπη -
3 ashore
[ə'ʃo:](on or on to the shore: The sailor went ashore.) στη ξηρά, στην ακτή -
4 at
[æt]( showing)1) (position: They are not at home; She lives at 33 Forest Road) στον, στη, στο2) (direction: He looked at her; She shouted at the boys.) προς3) (time: He arrived at ten o'clock; The children came at the sound of the bell.) (για ώρα) στις4) (state or occupation: The countries are at war; She is at work.) σε κατάσταση5) (pace or speed: He drove at 120 kilometres per hour.) (για ταχύτητα) με6) (cost: bread at $1.20 a loaf.) προς, αντί•- at all -
5 at full blast
(at full power, speed etc: He had the radio going at full blast (= as loud as possible).) στη διαπασών -
6 at one's disposal
(available for one's use: They put a car at his disposal during his stay.) στη διάθεση κάποιου -
7 at sea
1) (on a ship and away from land: He has been at sea for four months.) στη θάλασσα, εν πλω2) (puzzled or bewildered: Can I help you? You seem all at sea.) πελαγωμένος -
8 at work
(working: He's writing a novel and he likes to be at work (on it) by eight o'clock every morning.) στη δουλειά -
9 be in the middle of (doing) something
(to be busily occupied doing something: Please excuse my appearance. I was in the middle of washing my hair.) είμαι στη μέση(μιας δουλειάς)English-Greek dictionary > be in the middle of (doing) something
-
10 be in the middle of (doing) something
(to be busily occupied doing something: Please excuse my appearance. I was in the middle of washing my hair.) είμαι στη μέση(μιας δουλειάς)English-Greek dictionary > be in the middle of (doing) something
-
11 be in the minority
(to be in the smaller of two groups: Women were in the minority at the meeting.) ανήκω στη μειοψηφία,μειοψηφώ -
12 beach
-
13 blare
-
14 blast
1. noun1) (a strong, sudden stream (of air): a blast of cold air.) δυνατό ρεύμα2) (a loud sound: a blast on the horn.) διαπεραστικός ήχος3) (an explosion: the blast from a bomb.) έκρηξη2. verb1) (to tear (apart etc) by an explosion: The door was blasted off its hinges.) ανατινάζω2) ((often with out) to come or be sent out, very loudly: Music (was being) blasted out from the radio.) παίζω στη διαπασών•- blasting- blast furnace
- at full blast
- blast off -
15 broil
[broil]((American) to grill (food): She broiled the chicken.) ψήνω στη σχάρα -
16 Chancellor of the Exchequer
noun (the Finance Minister in Great Britain.) Υπουργός Οικονομικών στη Μ. Βρετανία -
17 commute
[kə'mju:t]1) (to travel regularly between two places, especially between home in the suburbs and work in the city.) πηγαινοέρχομαι καθημερινά (από το σπίτι μου στα προάστια, στη δουλειά μου)2) (to change (a criminal sentence) for one less severe: His death sentence was commuted to life imprisonment.) μειώνω/μετατρέπω ποινή•- commuter -
18 do things by halves
(to do things in an incomplete way: He never does things by halves.) αφήνω στη μέση -
19 encore
['oŋko:]noun, interjection((a call from an audience for) a repetition of a performance, or (for) a further performance: The audience cried `Encore!'; The singer gave two encores.) ανάκληση του ηθοποιού στη σκηνλη με επευφημίες,μπιζάρισμα -
20 exist
[iɡ'zist]1) (to be something real or actual: Do ghosts really exist?) υπάρχω2) (to stay alive; to continue to live: It is possible to exist on bread and water.) διατηρούμαι στη ζωή•
См. также в других словарях:
στῆ — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῇ — ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek