-
1 ἵστημι
Grammatical information: v.Meaning: `set, position oneself, make stand' (Il.)Other forms: Dor. ἵστᾱμι, med. ἵσταμαι, aor. στῆσαι, στήσασθαι, fut. στήσω, aor. pass. σταθῆναι (Od.), fut. σταθήσομαι (Att.); intr. aor. στῆναι with fut. στήσομαι, perf. ἕστηκα.Derivatives: Several, partly inherited derivations are given s.v., s. ἱστός, σταθμός, σταμῖνες, στάσις, στατήρ, στήλη, στήμων, στοά etc.; s. also στάμνος, σταυρός.Origin: IE [Indo-European] [1004] * steh₂- -stand, set'Etymology: With the intr. athematic root aorist ἔ-στη-ν agrees exactly Skt. á-sthā-m, IE *h₁é-steh₂-m. Beside it stands without agreement outside Greek already in Hom. a transitive σ-aorist ἔ-στη-σ-α like ἔ-φῡ-σ-α beside ἔ-φῡ-ν a. o.; the intrans. future στή-σομαι, was originally built to ἔ-στη-ν, but was associated with the σ-aorist. Also the trans. reduplicated athematic present ἵ-στη-μι is limited to Greek; cf. τί-θη-μι, ἵ-η-μι, βί-βη-μι; both Indo-Iranian and Italo-Celtic have thematic formations, e. g. Skt. tí-ṣṭh-ati `stands' (*- sth₂-e-ti), Lat. si-st-it. The intr. perf. ἕ-στη-κ-α, pl. ἕ-στᾰ-μεν is excep for the κ-enlargment old and represents together wiht Skt. ta-stháu, pl. ta-sthi-má, Lat. ste-ti-mus an IE perfect. Old is also the verbal adjective στᾰ-τός (Il.) = Skt. sthĭ-tá- `standing', Lat. stă-tus, OWNo. sta-ðr stc, IE * sth₂tos. Details in Schwyzer 686f., 742, 755f., 762, 775f., 782. - Other IE forms are irrelevant for Greek (e. g. Lat. stō \< *stā-i̯ō = Lith. stō-ju, OCS sta-jǫ, Germ., e. g. OS OHG stān, stēn ` stehen' after gān, gēn ` gehen'), see Bq, Pok. 1004ff., W.-Hofmann s. stō etc. S. also ἱστάνω.Page in Frisk: 1,739Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵστημι
См. также в других словарях:
Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ηλιοστάσιο — Χρονική στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη απόσταση του Ήλιου από τον ουράνιο ισημερινό είναι μέγιστη. Εναλλακτικά, η χρονική στιγμή κατά την οποία το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της Γης και το κέντρο του Ήλιου είναι κάθετο στην εκλειπτική … Dictionary of Greek
εργοστάσιο — το (Μ ἐργοστάσιον) νεοελλ. το σύνολο τών κτισμάτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων σε ορισμένο χώρο για τη μεταποίηση αγαθών μσν. εργαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ στα μεν, στᾰ τός) + κατάλ. σιο (πρβλ. μηχανο στά σιο … Dictionary of Greek
κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] … Dictionary of Greek
λυχνοστάτης — ο στήριγμα λύχνου ή λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα , πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις, τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
διάβολο- — α συνθετικό που στα μεν ουσιαστικά δηλώνει επινοητικότητα, πανουργία ή και ενοχλητική κάπως πραγματικότητα (π.χ. διαβολογυναίκα, διαβολόπαιδο, διαβολόκρυο) στα δε ρήματα ή ρηματικά κάτι ανάλογο με την έννοια τού διάβολος, σατανάς (π.χ.… … Dictionary of Greek
κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] … Dictionary of Greek
ξυλοστάτης — ο ξύλινη δοκός που χρησιμοποιείται για υποστήριξη διαφόρων κατασκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στάτης (< ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις), πρβλ. λυχνο στάτης] … Dictionary of Greek
πρόσταμα — Πόλη της Μικράς Ασίας στην αρχαιότητα. Ταυτίζεται με τη σημερινή τουρκική κωμόπολη Εργεντίρ, που είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης. * * * Α (κατά τον Ησύχ.) «κοιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στα (< θ. τού ρ. ἵστημι, πρβλ. ἵ στα μεν)… … Dictionary of Greek
ζωομαστιγοφόρα — Πρωτόζωα μαστιγοφόρα. Πρόκειται για οργανισμούς που δεν έχουν χρωματοφόρα. Στερούνται επίσης αμύλου ή αμυζωότων ουσιών. Τα ζ. φέρουν συνήθως περισσότερα από δύο μαστίγια. Αρκετά ζ. είναι παράσιτα του αίματος των σπονδυλοζώων. Φορείς τους είναι… … Dictionary of Greek