Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕ-στᾰ-μεν

См. также в других словарях:

  • Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστάσιο — Χρονική στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη απόσταση του Ήλιου από τον ουράνιο ισημερινό είναι μέγιστη. Εναλλακτικά, η χρονική στιγμή κατά την οποία το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της Γης και το κέντρο του Ήλιου είναι κάθετο στην εκλειπτική …   Dictionary of Greek

  • εργοστάσιο — το (Μ ἐργοστάσιον) νεοελλ. το σύνολο τών κτισμάτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων σε ορισμένο χώρο για τη μεταποίηση αγαθών μσν. εργαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + ασθενές θ. στᾰ του ίστημι (πρβλ. έ στα μεν, στᾰ τός) + κατάλ. σιο (πρβλ. μηχανο στά σιο …   Dictionary of Greek

  • κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] …   Dictionary of Greek

  • λυχνοστάτης — ο στήριγμα λύχνου ή λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα , πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις, τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • διάβολο- — α συνθετικό που στα μεν ουσιαστικά δηλώνει επινοητικότητα, πανουργία ή και ενοχλητική κάπως πραγματικότητα (π.χ. διαβολογυναίκα, διαβολόπαιδο, διαβολόκρυο) στα δε ρήματα ή ρηματικά κάτι ανάλογο με την έννοια τού διάβολος, σατανάς (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοστάτης — ο ξύλινη δοκός που χρησιμοποιείται για υποστήριξη διαφόρων κατασκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στάτης (< ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις), πρβλ. λυχνο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • πρόσταμα — Πόλη της Μικράς Ασίας στην αρχαιότητα. Ταυτίζεται με τη σημερινή τουρκική κωμόπολη Εργεντίρ, που είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης. * * * Α (κατά τον Ησύχ.) «κοιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στα (< θ. τού ρ. ἵστημι, πρβλ. ἵ στα μεν)… …   Dictionary of Greek

  • ζωομαστιγοφόρα — Πρωτόζωα μαστιγοφόρα. Πρόκειται για οργανισμούς που δεν έχουν χρωματοφόρα. Στερούνται επίσης αμύλου ή αμυζωότων ουσιών. Τα ζ. φέρουν συνήθως περισσότερα από δύο μαστίγια. Αρκετά ζ. είναι παράσιτα του αίματος των σπονδυλοζώων. Φορείς τους είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»