-
1 έστερξα
-
2 ἔστερξα
-
3 στέργω
Aἔστεργον Hdt.9.117
, E. Ion 817: [tense] fut. , D.18.112, etc.: [tense] aor.ἔστερξα Semon.7.45
, S.OT 1023, etc.: [tense] pf.ἔστοργα Hdt.7.104
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐστέρχθην Lyc.1190
, Plu.Ant.31, etc.: [tense] pf.ἔστεργμαι Emp.22.5
, AP 6.120 (Leon.):—love, feel affection, freq. of the mutual love of parents and children, S.OT 1023, OC 1529, Demetr.Lac.Herc.1012.46, etc.; παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων Pl.Lg. 754b;σ. τὰ νεογνὰ βρέφη X.Oec.7.24
; πατέρα, τοὺς γονέας, E.El. 1102, D. 25.65, cf. Arist.EN 1161b18; of the love of the ruled people for a ruler, Hdt.9.113, cf. S.Ant. 292; of the love of a tutelary god for the people, A.Eu. 911; soἐμὲ γὰρ ἔστερξαν.. Μοῦσαι Ar.Ra. 229
; of a wheedling demagogue,ὦ Δῆμ', εἰ μή σε.. στέργω Id.Eq. 769
; of a city and her colonies, Th.1.38; of the love of dogs for their master, X.Cyn.7.12.2 less freq. of the love of husband and wife, Hdt.2.181, 7.69, S.Tr. 577, Aj. 212 (anap.);ἄλλην τιν' εὐνήν E.Andr. 907
, cf. 468 (lyr.);πόσιν στέργοντ' ἔχειν Id.Fr. 1062
; of brothers and sisters, Id.IA 502; of friends, LXX Si.27.17, etc.3 seldom of sexual love, X.Smp.8.14,21, Sosicr.4; of a horse and mare, Hdt.3.85; πρόβατα ἄρνα εἰ μὴ ς. Crateuas ap.Sch.Nic.Th. 681:—[voice] Med., c. gen.,δυοῖν γυναικοῖν εἷς ἀνὴρ οὐ στέργεται Com.Adesp.284
.II generally, to be fond of, show affection for,μή μ' ἔπεσιν μὲν στέργε Thgn.87
; ; στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν ib. 277, cf. Ar.V. 1054, etc.: also of things, οὐκ οἰκός ἐστι.. εὐνοίην.. διωθέεσθαι, ἀλλὰ ς. accept it gladly, Hdt.7.104;μακράν γε.. ῥῆσιν οὐ σ. πόλις A.Supp. 273
, cf. Th. 717;ὕβριν γὰρ οὐ σ. οὐδὲ δαίμονες S.Tr. 280
;ἔστερξε τὴν ἁπλῶς δίκην Id.Fr. 770
;τὴν ἀλήθειαν Pl.R. 485c
, etc.: reversely,στέργοι με σωφροσύνα E.Med. 635
(lyr.).III to be content or satisfied, acquiesce (cf. ), S.OT11 (unless, having desired, cf. infr. iv), OC7; ;στέρξω καὶ σιωπήσομαι D. 18.112
; στέρξον oblige me, do me the favour, S.OC 518 (lyr.).2 c. acc., ἔστεργον τὰ παρεόντα were content with, acquiesced in them, Hdt.9.117; τὴν Διὸς τυραννίδα bear with it, A.Pr.11;ἐθέλω τάδε μὲν σ. δύστλητά περ ὄντα Id.Ag. 1570
(anap.), cf. Eu. 673;ἀνάγκῃ προὔμαθον σ. κακά S.Ph. 538
, cf. E.Ph. 1685, PGrenf.1.53.21 (iv A.D.);σ. τὴν γυναῖκα S.Tr. 486
, cf. E.Andr. 180;τὴν τύχην D.55.22
.3 c. dat.,σ. τοῖσι σοῖς E.Supp. 257
;τοῖς παροῦσιν Isoc.Ep.2.23
;τῇ ἐμῇ τύχῃ Pl.Hp.Ma. 295b
;ταῖς ὑμετέραις γνώσεσι D.26.5
;στέρξαι καὶ ἐμμεῖναι τῇ δίκῃ Sammelb.5681.32
(v A.D.); alsoσ. ἐπὶ τούτῳ D.39.6
;ἐν μικροῖς E.El. 407
.4 c. part., (anap.);σ. ξυμφορᾷ νικώμενοι E.Hipp. 458
; Ζεὺς εἴτ' Ἀΐδης ὀνομαζόμενος στέργεις whether thou likest to be named Zeus or Hades, Id.Fr. 912 (anap.).5 rarely c. inf., .IV desire, entreat, c. acc. et inf.,Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν.. στέργω μολεῖν S.OC 1094
(lyr.); (s.v.l.); for S.OT11 v. supr. 111.1.
См. также в других словарях:
ἔστερξα — στέργω love aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek
στέργω — στέργω, έστερξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέργω — και στρέγω έστερξα, στέρχτηκα, ανέχομαι κάτι, το δέχομαι: Δεν έστερξε να γίνει η μοιρασιά με αυτόν τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)