-
1 ὀρθός
1 uprighta of pers.I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. P. 3.53 ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. P. 3.96II faithful, honestἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
b of things.a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) O. 10.4ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν P. 4.267
ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. N. 1.43 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) I. 7.12 δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding *qr. 6. 8.b straight, true, regularκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46
ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. P. 4.227ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.III upright, correctβουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
ὀρθᾷ φρενί O. 8.24
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. P. 3.80δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. P. 6.19πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68
οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. N. 11.5 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16. -
2 ἵσταμι
ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)1 trans., make to standa establish (a festival, simm.)Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78
b stand, arrangeἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99c make to stand τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set on their feet, restored P. 3.53 met., ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν lifted up their hearts P. 3.96 ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν took fresh life P. 4.1992 intrans.,a halt, come to a haltστάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.b standδένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
ἀμφὶΠύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2
τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2
θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11
τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.ὑφίσταμι Pae. 8.69
-
3 καρδία
1 heartἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
fig., of the feelings:καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11
ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96
ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225. -
4 αὖτε
1 adversative, againa opposed toμέν. θεὸν ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
( ἄρουραι)τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δαὖτ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.11
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων, νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) I. 6.5b opposed to a previous time.ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
2 progressive, in question. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.903 frag. τοι δ' αυτ[ dub. ?fr. 338. 9. -
5 ἵστημι
ἵστημι (cf. ἱστάω, ἱστάνω),I causal, make to stand, imper.ἵστη Il.21.313
, E.Supp. 1230,καθ-ίστα Il.9.202
: [tense] impf. ἵστην, [dialect] Ep.ἵστασκε Od.19.574
; [ per.] 3pl.ἵσταν B.10.112
: [tense] fut. στήσω, [dialect] Dor.στᾱσῶ Theoc.5.54
: [tense] aor. 1 ἔστησα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: [tense] pf.ἕστᾰκα Cerc.3
, ([etym.] καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), ([etym.] περι-) Pl.Ax. 370d, ([etym.] ἀφ-) LXXJe.16.5, ([etym.] παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., ([etym.] συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, ([etym.] δι-) Arist.Vent. 973a18, ([etym.] ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.II intr., stand,1 [voice] Act., [tense] aor. 2 ἔστην, [dialect] Ep.στάσκον Il.3.217
; [ per.] 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, [dialect] Dor.στᾶθι Sapph.29
, Theoc.23.38; subj. στῶ, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; [ per.] 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231,στείομεν 15.297
; opt. σταῖεν, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.σταίησαν 17.733
; inf. στῆναι, [dialect] Ep.στήμεναι 17.167
, Od.5.414, [dialect] Dor.στᾶμεν Pi.P.4.2
; part. στάς: [tense] pf. ἕστηκα: [tense] plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF 925, Ar.Av. 513, Th.1.89, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἑστήκεε Hdt. 7.152
:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the [tense] pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper.ἕστᾰθι Aristomen. 5
; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, [dialect] Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι ( ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς ( ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men. 93d, Lg. 802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16,εἱστηκότα IG12.374.179
), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. , Tht. 183e, SIG 1234 ([place name] Lycia), etc., ([etym.] καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), ([etym.] ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), ([etym.] παρ-) Ar.Eq. 564 (- ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; [dialect] Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; [dialect] Ep. ; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian. 134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also [tense] plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late [tense] pres. ἑστήκω, formed from [tense] pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, [tense] fut.ἑστήξω Hom. Epigr.15.14
, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25,ἑστήξομαι X.Cyn.10.9
codd.2 [voice] Pass., ἵσταμαι: imper. , , Ar.Ec. 737: [tense] impf. ἱστάμην: [tense] fut.στᾰθήσομαι And.3.34
, Aeschin. 3.103: more freq.στήσομαι Il.20.90
, etc.: [tense] aor.ἐστάθην Od.17.463
, etc.; rarely ἔστην, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. (Argos, v B.C.): [tense] pf. ἕσταμαι ([etym.] δι-) v.l. in Pl.Ti. 81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- ([tense] aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. [tense] pres. and [tense] pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)A Causal, make to stand, set up,πελέκεας ἑξείης Od.19.574
; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v.ἱστός 1
and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς.. κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96;ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13
;ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp. 1230
; ;ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27
; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant. 145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc.,ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110
; ;τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150
, cf.IG22.1457.26;τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7
; ;τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69
; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in [tense] pf., stand,οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141
:—[voice] Pass.,σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr. 236b
;σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33
).II set, place, of things or persons,τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435
, etc.; , etc.; fix,τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10
; esp. set men in order or array,πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298
, cf. 2.525, etc.;στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25
, etc.III bring to a standstill, stay, check,λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433
; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188;βᾶριν Iamb.Myst.6.5
; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5;ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra. 437b
, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib. 437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd. 118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9;στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6
: esp. in Medic.,ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20
; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1;αἱμορραγίας Dsc.1.129
: abs., Arist.HA 605a29:—[voice] Med.,ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19
( Hermes 53.65).2 set on foot, stir up,κονίης.. ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336
;ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313
;νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405
, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314;ἔριν στήσαντες 16.292
(so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in [voice] Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib. 533, Od.9.54;πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9
.β', 175, 236; soἱστάναι βοήν A.Ch. 885
; ([voice] Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph. 1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT 699, E.IA 788(lyr.).3 set up, appoint,τινὰ βασιλέα Hdt.1.97
; , cf. OC 1041, Ant. 666:—[voice] Med.,ἐστάσαντο τύραννον Alc.37
A;φύλακας στησόμεθα Pl.R. 484d
:—[voice] Pass.,ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105
, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (soστήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35
; ); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58;κτερίσματα S.El. 433
;χορούς B.10.112
, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—[voice] Pass.,ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58
.5 = Lat. statuere, determine,γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68
;διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21
(Aug.):—[voice] Pass.,τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27
(Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).6 fix by agreement,ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1
(i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.);τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15
(iii A.D.).IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7;ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21
, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—[voice] Pass.,ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15
; weighed,IG
11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).B [voice] Pass. and intr. tenses of [voice] Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97;ἄντα τινός 17.30
;ἐς μέσσον Od.17.447
;σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130
; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances,ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173
: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, , etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj. 1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr. 1271 (anap.);ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj. 200
(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr. 1145, OT 1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj. 102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.2 take up an intellectual attitude,ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.
; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.3 in pregnant sense,στῆναι ἐς.. Hdt.9.21
;στ. ἐς δίκην E.IT 962
;στ. παρά τινα Il.24.169
(but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp. 987 (lyr.);στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or. 1251
:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; S.Ph. 277.II stand still, halt,ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348
, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R. 436c, etc.;κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97
; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA 588a8: c. part.,οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10
; come to a stop, rest satisfied,ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr. 423
;οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2
: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr. 43a37, al.;οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8
; alsoἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8
,al.2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23;τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3
; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA 776a35, EN 1104a4, Metaph. 1047a15; (Delph., ii B.C.);λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9
;τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.
(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10
; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age,ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg. 802c
; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.III to be set up or upright, stand up, rise up,κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55
;ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359
, cf. A.Th. 564(lyr.), Pl. Ion 535c, etc.;κονίη ἵστατο Il.2.151
;ἵστατο κῦμα 21.240
; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT 143.2 to be set up, erected, or built,στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435
;ἕστακε τροπαῖον A. Th. 954
(lyr.); , etc.; v. supr. A.11.3 generally, arise, begin,ἵστατο νεῖκος Il.13.333
; cf. A. 111.2.4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op. 780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67;σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr. 242a
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский