Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔρημοι

См. также в других словарях:

  • ἐρημοῖ — ἐρημόω strip bare pres ind mp 2nd sg ἐρημόω strip bare pres opt act 3rd sg ἐρημόω strip bare pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρῆμοι — ἐρῆμος desolate masc nom/voc pl ἐρῆμος desolate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρημοι — ἔρη̱μοι , ἐρῆμος desolate masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα — Φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται σε περιβάλλον πολύ ξηρό: συναντώνται στη χλωρίδα όλων των περιοχών που είναι άγονες εξαιτίας της ξηρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας (έρημοι, στέπες, σαβάνες, ερείπια,… …   Dictionary of Greek

  • πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • αλβέδο ή αλμπέντο — (albedo). Το ποσοστό τοις εκατό της ακτινοβόλου ενέργειας που ανακλάται ή διαχέεται από την επιφάνεια ενός ετερόφωτου σώματος. Λέγεται και λευκάγεια. Το α. του μαύρου σώματος, που όπως είναι γνωστό απορροφά όλες τις ακτινοβολίες, είναι 0, ενώ του …   Dictionary of Greek

  • Αράλη — Λίμνη (65.500 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας, το βόρειο τμήμα της οποίας ανήκει στη Δημοκρατία του Καζακστάν και το νότιο στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν. Έχει πολύ μικρό βάθος, που δεν ξεπερνά σχεδόν ποτέ τα 20 μ. Μόνο σε μια τάφρο, κατά μήκος της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»