-
21 πρό-δειγμα
πρό-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, Sp.
-
22 παρά-δειγμα
παρά-δειγμα, τό, Beweis, Beispiel, Muster, Vorbild; τὸ σόν τοι παράδειγμ' ἔχων, Soph. O. R. 1193; Eur. El. 1085; τὸ γὰρ παράδειγμα τῶν μανιῶν ἀκούετε, Ar. Pax 64; Her. 5, 62; νῦν μὲν παράδειγμα τοῖς πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀνδραγαϑίας νομίζεσϑε, Thuc. 3, 57; οἱ τῷ ϑείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι, Plat. Rep. VI, 500 e; παραδείγματα τὰ παρεληλυϑότα τῶν μελλόντων, Isocr. 1, 34; Lys. 22, 20. 27, 5 u. sonst; π. ποιεῖν τινα τοῖς ἄλλοις, Lycurg. 27, 150; Din. 1, 15; – ἔσται δ' ὁ λόγος ἐπὶ παραδείγματος, zum Beispiel, beispielsweise, Aesch. 1, 177. – Bei den Rhetoren nach Arist. rhet. ad Alex. 47 παράδειγμά ἐστι, πράξεις ὁμοῖαι γεγενημέναι καὶ ἐναντίαι ταῖς νῦν ὑφ' ἡμῶν λεγομέναις.
-
23 ἀνά-δειγμα
ἀνά-δειγμα, τό, 1) Bild zum Vorzeigen, nach Hesych. im Theater gebraucht. – 2) nach Hesych. eine Halsbinde der Ausrufer, s. φορβειά, Ep. ad. 313 c (App. 372).
-
24 ἐπί-δειγμα
ἐπί-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, die Probe, das Schaustück, σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα Plat. Hipp. min. 368 c; ἱκανὸν δικαιοσύνης ἐπ. Xen. Mem. 4, 4, 12; ἐπίδειγμα ἐπιδεῖξαι, eine Probe ablegen, Cyr. 8, 2, 9; Sp., wie p. bei Strab. II, 1, 74 ἐπίδ. χειμῶνος μεγάλου.
-
25 ὑπό-δειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal, Sp. – Auch wie παράδειγμα, was Phryn. p. 12 vorzieht, Vorschrift, Beispiel, Muster, Pol. 3, 110, 6; ὑπόδειγμα τῷ πλήϑει ποιῶν ἑαυτόν 3, 17, 8.
-
26 ἔν-δειγμα
-
27 numune
δείγμα, παράδειγμα -
28 spécimen
δείγμα -
29 handout
δείγμα -
30 specimen
δείγμα -
31 δείγματ'
δεί̱γματα, δεῖγμαsample: neut nom /voc /acc plδεί̱γματι, δεῖγμαsample: neut dat sgδεί̱γματε, δεῖγμαsample: neut nom /voc /acc dual -
32 ἐκ-φέρω
ἐκ-φέρω (s. φέρω), 1) heraustragen, herausbringen; νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεϑλα Il. 23, 759; ἐξέφερον πολέμοιο 5, 664; Soph. Phil. 647; τεύχη Eur. Phoen. 779; Ar. Ach. 1109; ὅπλα ἐκ τοῠ μεγάρου Her. 8, 37; aus dem Meere ans Ufer, vom Arion, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον 1, 24; πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. Hec. 701; ὥσπερ ἀτραπὸς ἐκφέρει, der Pfad führt heraus, Plat. Phaed. 66 b; wegtragen entwenden, Od. 15, 470; – med., χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ihr Lager heraustragend, Plat. Conv. 220 d; νίκην, (für sich) davontragen, Her. 6, 103; κλέος, sich erwerben, Soph. El. 60; Tr. 497; δόξαν Dem. 14, 1. Bes. – a) zum Begräbniß hinaustragen, bestatten; Il. 24, 786; ἐξενεῖκαι αὐτὸν κάλλιστα καὶ ϑάψαι Her. 7, 117; Plat. Phaed. 115 e; Eur. Alc. 716 u. Folgde. – b) von der Erde, hervorbringeningen; καρπόν Her. 1, 193; εἰς φῶς κύημα Plat. Rep. V, 461 c, ans Licht treten lassen; λόγον ἐξήνεγκας Soph. Trach. 733, vorbringen, wie öfter Plat., z. B. Menex. 236 c; kund werden lassen, aussprechen, δεῖγμα εἰς φῶς Legg. VII, 788 c, s. unter 2); oft δεῖγμα, Dem. 19, 12. 23, 175, wie μαρτυρίας τῆς ὕβρεως, Beweise geben, 45, 80. Auch μισϑοῖο τέλος, herbeiführen, Il. 21, 450, wie πόλεμον, anstiften, Dem. 1, 21; πρός τινα, Xen. Hell. 3, 5, 1, wie Luc. Prom. 13; κατά τινος, Xen. Hell. 4, 8, 6; τινί, Pol.; μῖσος ἔς τινας, 15, 27, 3; νοῦν, Plut. Dem. 10. – Von Schriftstellern, herausgeben, Plat. Parm. 128 e u. Sp.; Ἀριστοφάνης ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε, als er sie aufführte, Plut. educ. lib. 14; – Ἀπόλλωνα τὴν ἰατρικὴν ἐξενεγκεῖν, erfunden haben, D. Sic. 5, 74. – 2) ausbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen; ἐξοισϑήσεται εἰς Ἕλληνας Eur. Suppl. 577; τὴν ἀπάτην, ἐπιχείρησιν, Her. 3, 74. 8, 132; εἰς τὸ φῶς (s. oben 1 b); ἔργα εἰς τὴν ἀγοράν Aesch. 1, 97; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isocr. 8, 14; εἰς τὸ στράτευμα λόγον, bringt ein Gerede unter das Heer, Xen. An. 5, 6, 17; πρὸς οὐδένα τοὺς λόγους Plut. Them. 23, Keinem mittheilen; ἐπὶ γέλωτι τὰς οἴκοι διατριβάς Pericl. 36; τοὺς λόγους πρὸς αὐτούς Dem. 53, 14; συνϑήκας, vorlegen, 33, 18; εἰς, bes. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, zur Genehmigung vors Volk bringen, 59, 4; τέλος, ein Edikt erlassen, Plut. Them. 12; vgl. Coriol. 6; D. Hal. 7, 35. 48; χρηστήριον, ein Orakel verkündigen, Her. 5, 79, u. oft ohne Zusatz; εὐχήν Xen. An. 1, 9, 11; Sp.; – ὑαγόνα διὰ τοῦ υ στοιχείου ἐκφέροντες, mit dem υ aussprechen, Ath. III, 94 f; öfter in Schol. – Auch im med., γνώμην ἐκφέρεσϑαι Her. 5, 36, seine Meinung aussprechen. – 3) bis ans Ziel führen; τὸ μόρσιμον, brachte zur Erfüllung, Pind. N. 4, 61; διὰ τῶν ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχϑείη Dem. 61, 7. von Schwangeren, die Leibesfrucht vollständig austragen, Arist. Auch intr., Soph. ὁρᾷς τὰ τοῦδε ὡς ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, in Erfüllung gehen, O. C. 1426; ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, zu Ende gehen, Trach. 821. – 4) fortreißen; vom Pferde, Xen. De re equest. 3, 4; auch intr., durchgehen; aber Il. 23, 376. 759 auslaufen, hervorrennen; sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῠν ἐκφέρει Luc. D. Mort. 6, 2. – Von Affecten u. dgl. hingerissen werden; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς πλεῖστον ἐκφερόμενοι Thuc. 3, 84; πρὸς ὀργήν Soph. El. 618; πρὸς αἰδῶ Eur. Alc. 601; λέγων ἐξηνέχϑην, in der Rede ließ ich mich fortreißen, habe das Wahre verfehlt, Plat. Crat. 425 a; ἐνταῠϑα ἐξηνέχϑην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει, ich wurde auf das, was Pr. sagt, geführt, 386 a; ἐξενεχϑεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσϑαι Rep. X, 606 c.
-
33 εκφερω
(fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)1) выносить(τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.)
2) выносить на берегπόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. — его выбросила на берег морская волна:
τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон3) выносить для погребения(ἐξενεῖκαί τινα καὴ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.)
4) уносить, похищать(τρία ἄλεισα Hom.)
5) med. уносить или увозить с собой(κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.)
6) приобретать, получать(λοισθήϊον ἄεθλον Hom.)
; med.ἐ. νίκην Her., Plut. — одерживать победу;
7) увлекать, склонять(προς ὑποψίας τινά Plut.)
; pass. быть увлекаемым, поддаваться(ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.)
ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. — быть склонным к почтительности:λέγων ἐξηνέχθην Plat. — я (слишком) увлекся в своей речи;ἐπὴ τέν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὴς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. — догадавшись в чем дело;ἐκφέρεσθαι ἐπὴ τέν μάχην Plut. — устремляться в бой;ἐκφέρεσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. — следуя самому существу вопроса8) производить на свет, рождать(τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.)
9) вынашивать, донашивать(τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.)
10) выказывать, обнаруживать, проявлять(δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.)
11) произносить(λόγον τινά Soph. - ср. 12)
12) (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать(τέν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.)
οὔποτ εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. — никогда среди греков не будет речи о том, что …;ἐ. ἐπὴ γέλωτί τι Plut. — выносить что-л. на посмеяние13) излагать, выражать(πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.)
γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. — высказывать единогласное мнение14) представлять, предъявлять(δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.)
15) представлять, предлагать, вносить на утверждениеἐ. ὅρον τινός Arst. — предлагать определение чего-л.16) выпускать в свет, публиковать(διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.)
τὸ τέλος ἐ. Plut. — издавать указ17) вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать(τέν ἰατρικήν Diod.)
18) обращать, направлять(τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.)
ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὴ τέν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. — идти войной на кого-л.19) приводить к концу, исполнять(τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.)
20) приводить(τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.)
ἐνταῦθ΄ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. — я вынужден сказать как Протагор21) грам. med. оканчиватьсяἐ. ἐπιρρηματικῶς — иметь наречное окончание22) выбегать вперед, опережатьἥ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. — повозка часто опережает быка, т.е. все ставится вверх дном -
34 индентор
(наконечник твердомера) το άκρο του μετρητή σκληρότηταςвдавливать - в образец συμπιέζω/μπάζω το - στο δείγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индентор
-
35 образец
1. (часть массы, представляющая свойства целого) το δείγμα- для испытаний надрезанный (для испытания на ударную вязкости) - με χαρακιά (δοκιμασίας σε κρούση)2. (экзем-пляр, представляющий класс предметов) το δείγμα, το πρότυποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образец
-
36 экспонат
το έκθεμα, το δείγμα· *ассор-тимент - ов ποικιλία των - τωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонат
-
37 образец
образец м 1) το δείγμα 2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα 3) (пример) το παράδειγμα* * *м1) το δείγμα2) (вид, форма) το πρότυπο, το υπόδειγμα3) ( пример) το παράδειγμα -
38 проба
проба ж 1) (действие) η δοκιμή, η πρόβα 2) (образец ) το δείγμα* * *ж1) ( действие) η δοκιμή, η πρόβα2) ( образец) το δείγμα -
39 экземпляр
экземпляр м 1) (книги и т. л.) το αντίτυπο 2) (образец) το δείγμα* * *м1) (книги и т. п.) το αντίτυπο2) ( образец) το δείγμα -
40 образец
образ||ецм1. (для изготовления, показа и т. п.) τό δείγμα, τό μοντέλο:новые \образеццы νέα μοντέλά журнал \образеццов τό δειγματολόγιο[ν]· \образец вышивки τό σχέδιο κεντήματος·2. (пример) τό πρότυπο[ν], τό παράδειγμα, τό ὑπόδειγμα:принять за \образец (человека, поведение и т. п.) παίρνω παράδειγμα· приня́ть что́-л. за \образец παίρνω ὡς δείγμά \образец трудового героизма τό πρότυπο ἐργατικού ἡρωισμοὔ по \образеццу́ κατά τό ὑπόδειγμα.
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek