-
1 δεῖγμα
δεῖγμα, ατος, τό (s. two next entries; Eur., X., Pla. et al.; ins, pap, Philo, Joseph., loanw. in rabb.).① indicator, proof τινός of someth. (Eur., Supp. 354; Menand., Georg. Fgm. 3, 4 J.; Cass. Dio 55, 7, 4; Jos., Ant. 8, 34; pap) Dg 4:5; 7:9.② example (δεῖγμα καὶ τύπον Theoph. Ant. II 15 [p. 138, 7]) παρέχειν (Dionys. Hal., Rhet. 6, 5 p. 282, 19 R. τ. ἀρετῆς; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 12 p. 224, 23) give an example Dg 3:3; προκεῖσθαι δ. stand as an ex. Jd 7 ( sample ELee, NTS 8, ’61/62, 167). Cp. εἰς τὸ δεῖγμα 2 Pt 2:6 P72.—Schmidt, Syn. III 416f. DELG s.v. δείκνυμι. M-M. -
2 δεῖγμα
δεῖγμα, τό, 1) das Vorgezeigte, Probestück, Beweis, Plat. Phaed. 110 b; τῆς φύσεως Isocr. 1, 11; vgl. Eur. Suppl. 354 El. 1174; δείγματα προφέρειν Plat. Legg. IV, 718 b; παρέχειν, eine Probe geben, Dion. Hal.; ἐκφέρειν Dem. 18, 291 u. öfter; Pol. 3, 69, 3 u. Sp.; ἐκτίϑεσϑαι Pol. 4, 24, 9; δείγματος ἕνεκα, zum Beispiel, Dem. 23, 65; δεῖγμα ποιεῐσϑαι, muthmaßen, Pol. 2, 48, 3. – 2) in Athen u. Rhodus ein Ort, wo die Kaufleute ihre Waaren zur Schau stellten, B. A. 237; Xen. Hell. 5, 1, 21; Dem. 50, 24 u. öfter; Pol. 5, 88, 8; D. Sic. 19, 45; vgl. Böckh Staatsh. I S. 64.
-
3 δείγμα
-
4 δεῖγμα
-
5 δεῖγμα
A sample, pattern,καρπῶν Isoc.15.54
, cf. POxy.113.5 (ii A.D.); ; λαβὼν δ' Ἄδραστον δεῖγμα τῶν ἐμῶν λόγων taking him as evidence of.., E.Supp. 354;μὴ.. αὐτοὶ καθ' ὑμῶν αὐτῶν δ. τοιοῦτον ἐξενέγκητε D.21.183
;τοῦτο τὸ δ. ἐξενηνοχὼς περὶ αὐτοῦ Id.19.12
, cf. Pl.Lg. 788c; δείγματος εἵνεκα by way of sample, D.23.65;δείγματος χάριν S.E.M.11.40
; δ. προφέρειν, ἐκτίθεσθαι, παρασχεῖν, Pl.Lg. 718b, Plb.4.24.9, D.H.Rh.6.5;δ. μικροψυχίας Men. Georg.Fr.3
; δ. ψυχῆς sign of life, Luc.Prom.Es2 (s.v.l.);δ. φιλοσοφίας Ἀττικῆς Id.Scyth.7
;[ἀνδριάντα] δ. ἀρετᾶς θεμένα Epigr.Gr.860.6
, cf. IG14.967, etc.b plan, sketch, PGiss.15.3.2 mart, bazaar, in the Piraeus, X.HG5.1.21, Lys.Fr.75.6;περιεπάτουν ἐν τῷ δ. τῷ ἡμετέρῳ D.35.29
; elsewh., IPE1.16B49 ([place name] Olbia), Aen. Tact.30.2, Plb.5.88.8, D.S.19.45.b metaph.,δ. δικῶν Ar.Eq. 979
. -
6 δειγμα
- ατος τό1) проявление, признак(ψυχῆς δ. τι Luc.)
2) образец, образчик, пример(τινος Isocr., Plut., Luc.)
δείγματος ἕνεκα Dem. — для примера, в виде примера3) краткое изложение, очерк(προοίμιον δ. ἐστι τοῦ λόγου Arst.)
4) доказательство, свидетельство(ἐξενεγκεῖν Isocr., προφέρειν Plat., ἐκφέρειν Dem. и ἐκτίθεσθαι Polyb.)
δ. τῶν ἐμῶν λόγων Eur. — (в) подтверждение моих слов5) торговые ряды, базар Lys., Xen., Dem., Polyb., Diod. -
7 δεῖγμα
-
8 δείγμα
-
9 δεῖγμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεῖγμα
-
10 δείγμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δείγμα
-
11 δεῖγμα
1. пример, образец; 2. доказательство, свидетельство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεῖγμα
-
12 δεῖγμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεῖγμα
-
13 δείγμα
[дихма] ουσ. о. образецΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δείγμα
-
14 δείγμα
[дихма] ουσ ο образец. -
15 δείγμα
la mostra -
16 δείγμα
örnek, numune, gösterge -
17 δείγμα
1) aperçu2) échantillon3) spécimen -
18 δείγμα
1) próba (f) rzecz.2) próbka (f) rzecz.3) próbować czas.4) wzór (m) rzecz. -
19 δείγμα
1) ukázka2) vzor3) vzorek -
20 δείγμα
1) handout2) sample3) specimen4) tokenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δείγμα
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek