-
1 δεῖγμα
δεῖγμα, τό, 1) das Vorgezeigte, Probestück, Beweis, Plat. Phaed. 110 b; τῆς φύσεως Isocr. 1, 11; vgl. Eur. Suppl. 354 El. 1174; δείγματα προφέρειν Plat. Legg. IV, 718 b; παρέχειν, eine Probe geben, Dion. Hal.; ἐκφέρειν Dem. 18, 291 u. öfter; Pol. 3, 69, 3 u. Sp.; ἐκτίϑεσϑαι Pol. 4, 24, 9; δείγματος ἕνεκα, zum Beispiel, Dem. 23, 65; δεῖγμα ποιεῐσϑαι, muthmaßen, Pol. 2, 48, 3. – 2) in Athen u. Rhodus ein Ort, wo die Kaufleute ihre Waaren zur Schau stellten, B. A. 237; Xen. Hell. 5, 1, 21; Dem. 50, 24 u. öfter; Pol. 5, 88, 8; D. Sic. 19, 45; vgl. Böckh Staatsh. I S. 64.
-
2 δεῖγμα
-
3 πρό-δειγμα
πρό-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, Sp.
-
4 παρά-δειγμα
παρά-δειγμα, τό, Beweis, Beispiel, Muster, Vorbild; τὸ σόν τοι παράδειγμ' ἔχων, Soph. O. R. 1193; Eur. El. 1085; τὸ γὰρ παράδειγμα τῶν μανιῶν ἀκούετε, Ar. Pax 64; Her. 5, 62; νῦν μὲν παράδειγμα τοῖς πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀνδραγαϑίας νομίζεσϑε, Thuc. 3, 57; οἱ τῷ ϑείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι, Plat. Rep. VI, 500 e; παραδείγματα τὰ παρεληλυϑότα τῶν μελλόντων, Isocr. 1, 34; Lys. 22, 20. 27, 5 u. sonst; π. ποιεῖν τινα τοῖς ἄλλοις, Lycurg. 27, 150; Din. 1, 15; – ἔσται δ' ὁ λόγος ἐπὶ παραδείγματος, zum Beispiel, beispielsweise, Aesch. 1, 177. – Bei den Rhetoren nach Arist. rhet. ad Alex. 47 παράδειγμά ἐστι, πράξεις ὁμοῖαι γεγενημέναι καὶ ἐναντίαι ταῖς νῦν ὑφ' ἡμῶν λεγομέναις.
-
5 ἀνά-δειγμα
ἀνά-δειγμα, τό, 1) Bild zum Vorzeigen, nach Hesych. im Theater gebraucht. – 2) nach Hesych. eine Halsbinde der Ausrufer, s. φορβειά, Ep. ad. 313 c (App. 372).
-
6 ἐπί-δειγμα
ἐπί-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, die Probe, das Schaustück, σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα Plat. Hipp. min. 368 c; ἱκανὸν δικαιοσύνης ἐπ. Xen. Mem. 4, 4, 12; ἐπίδειγμα ἐπιδεῖξαι, eine Probe ablegen, Cyr. 8, 2, 9; Sp., wie p. bei Strab. II, 1, 74 ἐπίδ. χειμῶνος μεγάλου.
-
7 ὑπό-δειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal, Sp. – Auch wie παράδειγμα, was Phryn. p. 12 vorzieht, Vorschrift, Beispiel, Muster, Pol. 3, 110, 6; ὑπόδειγμα τῷ πλήϑει ποιῶν ἑαυτόν 3, 17, 8.
-
8 ἔν-δειγμα
-
9 ἐκ-φέρω
ἐκ-φέρω (s. φέρω), 1) heraustragen, herausbringen; νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεϑλα Il. 23, 759; ἐξέφερον πολέμοιο 5, 664; Soph. Phil. 647; τεύχη Eur. Phoen. 779; Ar. Ach. 1109; ὅπλα ἐκ τοῠ μεγάρου Her. 8, 37; aus dem Meere ans Ufer, vom Arion, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον 1, 24; πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. Hec. 701; ὥσπερ ἀτραπὸς ἐκφέρει, der Pfad führt heraus, Plat. Phaed. 66 b; wegtragen entwenden, Od. 15, 470; – med., χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ihr Lager heraustragend, Plat. Conv. 220 d; νίκην, (für sich) davontragen, Her. 6, 103; κλέος, sich erwerben, Soph. El. 60; Tr. 497; δόξαν Dem. 14, 1. Bes. – a) zum Begräbniß hinaustragen, bestatten; Il. 24, 786; ἐξενεῖκαι αὐτὸν κάλλιστα καὶ ϑάψαι Her. 7, 117; Plat. Phaed. 115 e; Eur. Alc. 716 u. Folgde. – b) von der Erde, hervorbringeningen; καρπόν Her. 1, 193; εἰς φῶς κύημα Plat. Rep. V, 461 c, ans Licht treten lassen; λόγον ἐξήνεγκας Soph. Trach. 733, vorbringen, wie öfter Plat., z. B. Menex. 236 c; kund werden lassen, aussprechen, δεῖγμα εἰς φῶς Legg. VII, 788 c, s. unter 2); oft δεῖγμα, Dem. 19, 12. 23, 175, wie μαρτυρίας τῆς ὕβρεως, Beweise geben, 45, 80. Auch μισϑοῖο τέλος, herbeiführen, Il. 21, 450, wie πόλεμον, anstiften, Dem. 1, 21; πρός τινα, Xen. Hell. 3, 5, 1, wie Luc. Prom. 13; κατά τινος, Xen. Hell. 4, 8, 6; τινί, Pol.; μῖσος ἔς τινας, 15, 27, 3; νοῦν, Plut. Dem. 10. – Von Schriftstellern, herausgeben, Plat. Parm. 128 e u. Sp.; Ἀριστοφάνης ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε, als er sie aufführte, Plut. educ. lib. 14; – Ἀπόλλωνα τὴν ἰατρικὴν ἐξενεγκεῖν, erfunden haben, D. Sic. 5, 74. – 2) ausbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen; ἐξοισϑήσεται εἰς Ἕλληνας Eur. Suppl. 577; τὴν ἀπάτην, ἐπιχείρησιν, Her. 3, 74. 8, 132; εἰς τὸ φῶς (s. oben 1 b); ἔργα εἰς τὴν ἀγοράν Aesch. 1, 97; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isocr. 8, 14; εἰς τὸ στράτευμα λόγον, bringt ein Gerede unter das Heer, Xen. An. 5, 6, 17; πρὸς οὐδένα τοὺς λόγους Plut. Them. 23, Keinem mittheilen; ἐπὶ γέλωτι τὰς οἴκοι διατριβάς Pericl. 36; τοὺς λόγους πρὸς αὐτούς Dem. 53, 14; συνϑήκας, vorlegen, 33, 18; εἰς, bes. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, zur Genehmigung vors Volk bringen, 59, 4; τέλος, ein Edikt erlassen, Plut. Them. 12; vgl. Coriol. 6; D. Hal. 7, 35. 48; χρηστήριον, ein Orakel verkündigen, Her. 5, 79, u. oft ohne Zusatz; εὐχήν Xen. An. 1, 9, 11; Sp.; – ὑαγόνα διὰ τοῦ υ στοιχείου ἐκφέροντες, mit dem υ aussprechen, Ath. III, 94 f; öfter in Schol. – Auch im med., γνώμην ἐκφέρεσϑαι Her. 5, 36, seine Meinung aussprechen. – 3) bis ans Ziel führen; τὸ μόρσιμον, brachte zur Erfüllung, Pind. N. 4, 61; διὰ τῶν ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχϑείη Dem. 61, 7. von Schwangeren, die Leibesfrucht vollständig austragen, Arist. Auch intr., Soph. ὁρᾷς τὰ τοῦδε ὡς ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, in Erfüllung gehen, O. C. 1426; ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, zu Ende gehen, Trach. 821. – 4) fortreißen; vom Pferde, Xen. De re equest. 3, 4; auch intr., durchgehen; aber Il. 23, 376. 759 auslaufen, hervorrennen; sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῠν ἐκφέρει Luc. D. Mort. 6, 2. – Von Affecten u. dgl. hingerissen werden; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς πλεῖστον ἐκφερόμενοι Thuc. 3, 84; πρὸς ὀργήν Soph. El. 618; πρὸς αἰδῶ Eur. Alc. 601; λέγων ἐξηνέχϑην, in der Rede ließ ich mich fortreißen, habe das Wahre verfehlt, Plat. Crat. 425 a; ἐνταῠϑα ἐξηνέχϑην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει, ich wurde auf das, was Pr. sagt, geführt, 386 a; ἐξενεχϑεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσϑαι Rep. X, 606 c.
-
10 digma
-
11 προ-στατήριος
προ-στατήριος, α, ον, vorstehend, beschützend, Ἄρτεμις, Aesch. Spt. 431; vor der Seele stehend, vorschwebend, δεῖγμα προστατήριον καρδίας, 950; nach Phot. u. a. VLL. bes. Apollo, ἐπεὶ πρὸ ϑυρῶν αὐτὸν ἱδρύοντο; so Soph. El. 627; Dem. 21, 52; Paus. 1, 44, 2.
-
12 δεικτήριον
δεικτήριον, τό, nach E. M. 261, 9, ein Ort in Samos, vom Zeigen genannt. Vgl. δεῖγμα.
-
13 digma
-
14 ἀνάδειγμα
ἀνά-δειγμα, (1) Bild zum Vorzeigen, im Theater gebraucht. (2) eine Halsbinde der Ausrufer -
15 ἐκφέρω
ἐκ-φέρω, (1) heraustragen, herausbringen; aus dem Meere ans Ufer, vom Arion; ὥσπερ ἀτραπὸς ἐκφέρει, der Pfad führt heraus; wegtragen entwenden; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ihr Lager heraustragend; νίκην, (für sich) davontragen; κλέος, sich erwerben. Bes. (a) zum Begräbnis hinaustragen, bestatten. (b) von der Erde: hervorbringen; εἰς φῶς κύημα, ans Licht treten lassen; λόγον ἐξήνεγκας, vorbringen; kund werden lassen, aussprechen; δεῖγμα, wie μαρτυρίας τῆς ὕβρεως, Beweise geben. Auch μισϑοῖο τέλος, herbeiführen, wie πόλεμον, anstiften. Von Schriftstellern: herausgeben; Ἀριστοφάνης ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε, als er sie aufführte; Ἀπόλλωνα τὴν ἰατρικὴν ἐξενεγκεῖν, erfunden haben. (2) ausbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen; εἰς τὸ στράτευμα λόγον, bringt ein Gerede unter das Heer; πρὸς οὐδένα τοὺς λόγους, keinem mitteilen; συνϑήκας, vorlegen; εἰς, bes. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, zur Genehmigung vors Volk bringen; τέλος, ein Edikt erlassen; χρηστήριον, ein Orakel verkündigen; ὑαγόνα διὰ τοῦ υ στοιχείου ἐκφέροντες, mit dem υ aussprechen; Auch γνώμην ἐκφέρεσϑαι, seine Meinung aussprechen. (3) bis ans Ziel führen; τὸ μόρσιμον, brachte zur Erfüllung; von Schwangeren: die Leibesfrucht vollständig austragen; intr., ὁρᾷς τὰ τοῦδε ὡς ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, in Erfüllung gehen; ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, zu Ende gehen. (4) fortreißen; vom Pferde; auch intr., durchgehen; auslaufen, hervorrennen. Von Affekten u. dgl.: hingerissen werden; λέγων ἐξηνέχϑην, in der Rede ließ ich mich fortreißen, habe das Wahre verfehlt; ἐνταῠϑα ἐξηνέχϑην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει, ich wurde auf das, was Pr. sagt, geführt -
16 ἔνδειγμα
-
17 ἐπίδειγμα
ἐπί-δειγμα, τό, das Vorgezeigte, die Probe, das Schaustück; ἐπίδειγμα ἐπιδεῖξαι, eine Probe ablegen -
18 παράδειγμα
παρά-δειγμα, τό, Beweis, Beispiel, Muster, Vorbild; ἔσται δ' ὁ λόγος ἐπὶ παραδείγματος, zum Beispiel, beispielsweise -
19 πρόδειγμα
πρό-δειγμα, τό, das Vorgezeigte -
20 ὑπόδειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal; παράδειγμα, Vorschrift, Beispiel, Muster
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek