Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔνοχοι

См. также в других словарях:

  • ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безвиньныи — (23) пр. 1.Невиновный: аште не прѣже своихъ винъ очистѩтьсѩ... преже даже безвиньны себе покажють нанесеныихъ имъ винъ. (ἀϑῴους) ΚΕ XII, 27а; адамъ възложивъ виноу на ѥвгоу и ѥвга възлагающи на змию. и ни ѥдинъ же бо ѡ(т) нихъ ˫ако безвиненъ безъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να …   Dictionary of Greek

  • καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Εστερχάζι, Μαρί Σάρλ Φερντινάν Βαλσέν — (Marie Charles Ferdinand Walsin Esterhazy, 1847 – 1923). Γάλλος αξιωματικός, ουγγρικής καταγωγής. Ανήκε στο γενικό επιτελείο του γαλλικού στρατού, θέση την οποία χρησιμοποίησε το 1893 για να συνεργαστεί στην κλοπή εμπιστευτικών στρατιωτικών… …   Dictionary of Greek

  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»