-
1 ένοχοι
-
2 ἔνοχοι
-
3 ἔνοχος
ἔνοχος, ον (Pla.+; ins, pap, LXX; EpArist 25; Philo; Jos., Ant. 17, 127) =ἐνεχόμενος ‘caught in’.① pert. to being held in or constrained, subject to, w. gen. (Sir prol. ln. 13) ἔ. δουλείας held in slavery Hb 2:15.② pert. to being required to give an account for someth. held against one, liable, answerable, guilty.ⓐ w. dat. to denote the tribunal to which one is answerable, τ. κρίσει, τ. συνεδρίῳ Mt 5:21, 22ab (sim. datives are not uncommon, e.g. X., Mem. 1, 2, 64; IAsMinLyk II 1889, 166 no. 193 ἔνοχος ἔστω πᾶσι θεοῖς; POxy 275, 32 [66 A.D.]).ⓑ w. gen. (s. Mlt. 39; Wilcken, APF 1, 1901, 170, n. 3; ENachmanson, Eranos 11, 1911, 232)α. to denote the punishment θανάτου deserving of death (Diod S 27, 4, 7; Gen 26:11; Ar. 13, 7) Mt 26:66; Mk 14:64. αἰωνίου κρίσεως 3:29 v.l. (for ἁμαρτήματος [see ἁμάρτημα])β. to denote the crime (Antiphon 6, 46 τοῦ φόνου; Lysias 14, 5; Pla., Leg. 11, 914e τῶν βιαίων; Vett. Val. 117, 10 ἔ. μοιχείας; 2 Macc 13:6; Philo, Decal. 133) guilty αἰωνίου ἁμαρτήματος Mk 3:29. τῆς ἁμαρτίας τοῦ καταλαλοῦντος involved in the sin of the slanderer Hm 2:2; cp. 4, 1, 5. ἔνοχοι γ̣είν[ονται τούτου τοῦ| α̣ἵ̣[μ]ατος Hs 10, 4, 3 (Gk. text POxy 404, 41f; Lat.: reus fit sanguinis eius).γ. to denote the pers. (or thing) against whom the sin has been committed (Is 54:17 ἔνοχοί σου those who wrong you; s. Dssm. LO 91f [LAE 116]) ἔ. τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος sin against the body and the blood 1 Cor 11:27; γέγονεν πάντων ἔ. has sinned against all (the commandments) Js 2:10.ⓒ ἔ. εἰς τ. γέενναν τοῦ πυρός is to be explained as brachylogy guilty enough to go into the hell of fire Mt 5:22c (εἰς τὸ πύρ quot. Just., A I, 16, 2).—RBagnall, BASP 6, ’69, 91f.—B. 1445. DELG s.v. 1 ἔχω 4. M-M. EDNT. TW. -
4 συντίθημι
συντίθημι, used by Hom. only in [voice] Med., v. infr.:—[voice] Pass. (v. infr.), but σύγκειμαι is more freq. as [voice] Pass.:—A place or put together,τὴν οὐρὴν καὶ τὸν σπλῆνα.. συνθεὶς ὁμοῦ Hdt.2.47
, cf. 4.67;ὅπλα ἐν τῷ ναῷ X.HG2.3.20
;ἅπαντα εἰς ἕν E.IT 1016
;ἐν ὀλίγῳ πάντα Id.Supp. 1126
(lyr.);ὁ πρῶτος συνθεὶς εἰς ταὐτὸν τὰ δύο ταῦτα βιβλίδια Gal.15.109
; σ. ἱμάτια, opp. ἀνασείειν, fold them together, X. Oec.10.11; σ. σκέλη, opp. ἐκτείνειν, Id.Cyn.5.10; opp. διαιρεῖσθαι, Pl.Sph. 252b; σ. ἄρθρα στόματος close the lips, E.Cyc. 625; εἰς τὸ οὖλον ( αυλον cod.) σ. τὴν κόμην, = calamistrat, Gloss.:—[voice] Pass., τὸ συντίθεσθαι καθ' ὁντινοῦν τρόπον ῥῖγος οὐκ ἀγαθόν ἐστι any sort of combination of shivering (with other symptoms), Gal.16.746.2 technical uses,a Math., add together, of numbers, Hdt.3.95 ([voice] Pass.); τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον principal and interest, D.27.17, cf. 29.30: Geom., of lines and figures, Archim.Spir.Praef., Papp.70.4.b Math. also, of the transformation of a ratio componendo, Arist. EN 1131b8 ([voice] Pass.), Euc.5.18,24 ([voice] Pass.).c Logic, combine the terms of a proposition, Arist.Metaph. 1012a4, 1024b19 ([voice] Pass.); also, use the fallacy of composition (cf.σύνθεσις 1.2e
), Id.Rh. 1401a24.d Rhet., accumulate, joined with ἐποικοδομεῖν (to form a climax), ib. 1365a16.e σ. λόγον make up an account, PHib.1.48.15 (iii B.C.).II put together constructively, so as to make a whole, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας (as a bridge) Hdt.7.36; λίθους, of builders, Th.4.4, IG42(1).103.59 (Epid., iv B.C.); πλίνθους, ξύλα, X.Mem.3.1.7, etc.;τὰ ὄστρακα IG42(1).121.82
(Epid., iv B.C.);τὰ κομισθέντα Sor. 2.64
;ἐκ τούτων τὰ μέγιστα.. συνθεὶς τοῦτον.. τὸν λόγον ποιήσομαι Hippias Eleus 6
D.; .2 construct, frame,τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti. 69d
; ὁ συνθείς the creator, ib. 33d:—[voice] Pass., to be constructed, of the material universe, opp. διαλύεσθαι, Arist.Cael. 304b30.b σ. τι ἀπό τινος compose or make one thing of or from another, Hdt.4.23; ;ἐξ ὧν [συλλαβῶν] τὰ ὀνόματα συντίθενται Pl.Cra. 425a
, cf. 434a; ; εἴδωλον οὐρανοῦ ξυνθεῖσ' ἄπο (Reiske for ὕπο) E.Hel.34: metaph.,συντιθεὶς γέλων πολύν S.Aj. 303
; δυοῖν ἅμιλλαν ξ. strive for two things at once, E.El.95.3 construct or frame a story,συνθέντες λόγον Id.Ba. 297
, cf. Ar.Ra. 1052 (anap.), Pl.Phdr. 260b;οἱ τὰς τέχνας τῶν λόγων συντιθέντες Arist.Rh. 1354a12
; narrate in writing,τὰ Ἑλληνικά Th.1.97
, cf. 21; compose, σ. μύθους, ποίησιν, μελῳδίαν, ὄρχησιν, Pl.R. 377d, Phdr. 278c, Lg. 812d, 816c; ;ὁ τὴν ἐνθάδε συνθεὶς ἀνατομήν Gal.15.147
:—[voice] Pass., [tense] pf. συντέθειται ib.797;περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ.. τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po. 1453a19
.4 Math., of the synthesis of a geometrical problem, opp. ἀναλύω, Id.SE 175a28, Papp.648.13; συντεθήσεται τὸ πρόβλημα οὕτως the synthesis of the problem will proceed thus, Archim.Sph.Cyl.2.1, cf. Apollon. Perg.Con.1 Praef., 2.44, al.5 frame, devise, contrive, ὁ συνθεὶς τάδε the framer of this plot, S.OT 401, cf. Th.8.68;ἐξ ἐπιβουλῆς σ. ταῦτα Antipho 5.25
;σ. λόγους ψευδεῖς Id.6.9
;ψευδεῖς αἰτίας D.25.28
;τὴν κατηγορίαν And.1.6
, etc.; rarely in good sense,εὖ πρᾶγμα συντεθὲν ὄψεσθε D.18.144
.6 put together, take in, comprehend,παιδὸς μόρον A.Supp.65
(lyr.);ὄμνυ.. θεῶν συντιθεὶς ἅπαν γένος E.Med. 747
; , cf. Hec. 1184: ἐν βραχεῖ ξυνθεὶς λέγω putting things shortly together, speaking briefly, S.El. 673.III commit to a person's care, deliver to him for his own use or that of others, PMich.Zen.2.3,14 (iii B.C.), PCair.Zen.4.23, 6.11,64, 299.9, al. (iii B.C.);γνώριζε οὐχ ὑπάρχον παρ' ἡμῖν ἀργύριον τοσοῦτο ὥστε ἱκανὸν συνθεῖναι Πυρρίχῳ PMich.Zen.28.18
, cf. 32.7, PSI4.392.7, 5.524.3, 6.613.8, 7.862.1, PLille 15.3 (all iii B.C.); τινὶ ὀστᾶ, ἐπιστολάς, πλῆθος χρυσίου, etc., Plb.5.10.4, 8.17.4, 15.25.16, cf. 27.7.1, 28.22.3, IG12(5).590.12 (Ceos, ii B.C.), 11(4).1056.4 (Delos, ii B.C., cf. Jahresh.24.171), OGI345.11 (Delph., i B.C.).2 αὐτοὶ δ' ἔνοχοι εἴημεν τῷ ὅρκῳ ὁπηνίκ' ἂν εὖ συνθῶμεν perh. as soon as we have duly delivered (or executed) this declaration, BGU1738.32 (i B.C.);συνθεὶς τούτους μου τοὺς λιβέλλους ἐπιδίδωμι τῇ σῇ λαμπρότητι PLond.3.1000.7
(vi A.D.).IV collect, conclude, infer, Plb. 28.17.14, Arr.Ind.34.B [voice] Med. συντίθεμαι, used by Hom. only in [tense] aor. 2 and in signf. 1:I put together for oneself, i.e. observe, give heed to,σύνθετο θυμῷ βουλήν Il.7.44
;φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν Od.1.328
;ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον 17.153
;συνθέμενος ῥῆμα Pi.P.4.277
; and, simply, perceive, hear,κλαιούσης ὄπα σύνθετο Od.20.92
: in Hom. mostly abs., σὺ δὲ σύνθεο do thou take heed, Il.1.76, Od.15.318, etc.; σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ ib.27.II agree on, conclude (cf. συνθήκη), ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Thgn.306
; συντίθεσθαι συμμαχίην, ὁμαιχμίην τισί, Hdt.2.181, 8.140.á;τὰς ξυνθήκας ἂς ξυνέθεντο IG12.117.4
, cf. 116.27, al.;εἰρήνην Isoc. 15.109
; σ. ναῦλον agree upon the fare, X. An.5.1.12; ταῦτα συνθέμενοι having agreed on these points, Th.3.114, cf. Ar.Lys. 178, Plu.Alc.31;ξυνέθεσθε κοινῇ τάδε E.Ba. 807
, cf. 808; so withD.
, Hdt.3.157;σ. Ἴωσι ξεινίην Id.1.27
;μισθόν τινι Pl.Grg. 520c
;σ. τι πρός τινα Hdt.7.145
, etc.:—[voice] Pass., τοῦ συντεθέντος χρόνου agreed upon, Pl.Phdr. 254d.2 c. inf., covenant, agree to do,συνέθευ παρέχειν φωνάν Pi.P.11.41
(dub. l.);σ. ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσθαι Pl.R. 359a
, cf. And. 4.18, Arist.Pol. 1257a35: c. inf. [tense] fut.,ξυνέθεντο ἥξειν Th.6.65
; σ. τινί folld. by inf. [tense] fut.,συνθέμενοι ἡμῖν.. ἀντιώσεσθαι Hdt.9.7
.β, cf. And.1.42: an inf. must be supplied in the phrases, κατὰ (i.e. καθ' ἃ) συνεθήκαντο, καθ' ὅτι ἂν συνθῶνται, etc., Hdt.3.86, Foed. ap. Th.5.18: alsoσ. ὡς.. Hdt.6.84
;ὡς δεῖ ἕκαστα γίγνεσθαι X.HG5.4.2
.3 abs., make a covenant,ἔβαν συνθέμενος Pi.N.4.75
(constr. uncertain in Alc.Supp.5.11): c. dat., Hdt.6.115, X.An.1.9.7, POxy.1668.12 (iii A.D.);αὐτὸς σαυτῷ συνέθου Pl.Cra. 435a
; συνθέσθαι πρός τινα come to terms with him, Decr. ap. D.18.187, POxy.908.18 (ii/iii A.D.);περί τινος πρὸς ἀλλήλους D.S.1.98
; also, bet, wager, Thphr. HP9.17.2, Men.Epit. 288;πρός τινας Plu.Alc.8
.4 vote with, support,τούτοις Lys.Fr.68
, cf. Call.Epigr.1.14, D.H.Isoc.18, Paus. 4.15.2;τοῖς ἀπὸ Ἡροφίλου Sor.2.53
; assent to,πᾶσι τοῖς προκειμένοις PFay.34.20
(ii A.D.); (iii A.D.).5 conclude, infer (cf. A. IV), Stoic.2.63, Phld.Sign.2, al.:—[voice] Pass., τὰ ὕστερον -τεθησόμενα ib.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντίθημι
-
5 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
6 φωρά
A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al. 273;ἱερῶν χρημάτων SIG672.16
(Delph., ii B. C.);ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17
(ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69.II detection, discovery,τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67
M.;ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96
;μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11
. ( φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.) -
7 ἐπιτίμιον
A value, price, or estimate of a thing, i.e.,2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec. 1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers. 823 ;τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4
;τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4
; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El. 1382, cf. X.Mem.3.12.3 ;κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14
: in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th. 1026 ;ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47
;θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec. 1349b30
;ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104
;τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208
(iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτίμιον
-
8 ἔνοχος
ἔνοχος, ον,A = ἐνεχόμενος, held in, bound by,τοιαύταις δόξαις Arist. Metaph. 1009b17
;ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Id.Pol. 1337b17
; [ ἔθεσι γεροντικοῖς] Apollod.Com.7.2.2 c. gen., connected with,κοιλίης Hp.Ep.23
.II as law-term, liable to, subject to, νόμοις, δίκαις, Pl.Lg. 869b;τῇ γραφῇ X.Mem.1.2.64
;τῇ κρίσει Ev.Matt.5.22
;τῷ ὅρκῳ PRyl.82.14
(ii A. D.), etc.; ;ζημίαις Lys.14.9
;ταῖς ἀραῖς D.19.201
;δεσμῷ Id.51.4
;ὅρκῳ PHib.1.65.22
(iii B. C.), etc.; ἔ. ἀνοίαις liable to the imputation of it, Isoc.8.7;ἁμαρτήμασι Aeschin.2.146
;τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Id.1.185
.2 liable to action for..,Pl.
Tht. 148b: c. gen.,ἔ. τοῦ φόνου Antipho6.46
; βιαίων, λιποταξίου (sc. δίκῃ, γραφῇ), Pl.Lg. 914e, Lys.14.5;ἱεροσυλίας LXX 2 Ma.13.6
; μοιχείας Vett. Val.117.10; ἔ. θανάτου liable to the penalty of death, D.S.27.4, Ev.Matt.26.66 (but θανάτῳ Wilcken Chr.13.11 (i A. D.)): c. inf.,ἔ. ἔστω ἀποτῖσαι CIG2832.8
([place name] Aphrodisias).3 less freq. with Preps., ἔ. ἐν τοῖς αὐτοῖς Decr. ap. And.1.79;περὶ ταὐτά Arist.Rh. 1384b2
;ἔνοχοι ἔντω ἐνς Ἀθαναίαν IG4.554
(Argos, vi/v B. C.).4 guilty, liable to the penalty for,ἔ. τῷ φόνῳ Antipho 1.11
, Arist.Pol. 1269a3, cf. Rh. 1380a3: abs., Antipho4.1.1,6.17, Pl.Sph. 261a, etc.b of property, subject to liability, PMasp.312.86 (vi A. D.).
См. также в других словарях:
ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безвиньныи — (23) пр. 1.Невиновный: аште не прѣже своихъ винъ очистѩтьсѩ... преже даже безвиньны себе покажють нанесеныихъ имъ винъ. (ἀϑῴους) ΚΕ XII, 27а; адамъ възложивъ виноу на ѥвгоу и ѥвга възлагающи на змию. и ни ѥдинъ же бо ѡ(т) нихъ ˫ако безвиненъ безъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να … Dictionary of Greek
καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Εστερχάζι, Μαρί Σάρλ Φερντινάν Βαλσέν — (Marie Charles Ferdinand Walsin Esterhazy, 1847 – 1923). Γάλλος αξιωματικός, ουγγρικής καταγωγής. Ανήκε στο γενικό επιτελείο του γαλλικού στρατού, θέση την οποία χρησιμοποίησε το 1893 για να συνεργαστεί στην κλοπή εμπιστευτικών στρατιωτικών… … Dictionary of Greek
Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… … Dictionary of Greek