-
1 ιεροσυλίας
ἱεροσῡλίᾱς, ἱεροσυλίαfem acc plἱεροσῡλίᾱς, ἱεροσυλίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἱεροσυλίας
ἱεροσῡλίᾱς, ἱεροσυλίαfem acc plἱεροσῡλίᾱς, ἱεροσυλίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
3 αὐθέντης
A murderer, Hdt.1.117, E.Rh. 873, Th.3.58; , A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr. 172.2 perpetrator, author,πράξεως Plb.22.14.2
;ἱεροσυλίας D.S.16.61
: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master,δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp. 442
; voc.αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46
; condemned by Phryn.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθέντης
-
4 ἔνοχος
ἔνοχος, ον,A = ἐνεχόμενος, held in, bound by,τοιαύταις δόξαις Arist. Metaph. 1009b17
;ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Id.Pol. 1337b17
; [ ἔθεσι γεροντικοῖς] Apollod.Com.7.2.2 c. gen., connected with,κοιλίης Hp.Ep.23
.II as law-term, liable to, subject to, νόμοις, δίκαις, Pl.Lg. 869b;τῇ γραφῇ X.Mem.1.2.64
;τῇ κρίσει Ev.Matt.5.22
;τῷ ὅρκῳ PRyl.82.14
(ii A. D.), etc.; ;ζημίαις Lys.14.9
;ταῖς ἀραῖς D.19.201
;δεσμῷ Id.51.4
;ὅρκῳ PHib.1.65.22
(iii B. C.), etc.; ἔ. ἀνοίαις liable to the imputation of it, Isoc.8.7;ἁμαρτήμασι Aeschin.2.146
;τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Id.1.185
.2 liable to action for..,Pl.
Tht. 148b: c. gen.,ἔ. τοῦ φόνου Antipho6.46
; βιαίων, λιποταξίου (sc. δίκῃ, γραφῇ), Pl.Lg. 914e, Lys.14.5;ἱεροσυλίας LXX 2 Ma.13.6
; μοιχείας Vett. Val.117.10; ἔ. θανάτου liable to the penalty of death, D.S.27.4, Ev.Matt.26.66 (but θανάτῳ Wilcken Chr.13.11 (i A. D.)): c. inf.,ἔ. ἔστω ἀποτῖσαι CIG2832.8
([place name] Aphrodisias).3 less freq. with Preps., ἔ. ἐν τοῖς αὐτοῖς Decr. ap. And.1.79;περὶ ταὐτά Arist.Rh. 1384b2
;ἔνοχοι ἔντω ἐνς Ἀθαναίαν IG4.554
(Argos, vi/v B. C.).4 guilty, liable to the penalty for,ἔ. τῷ φόνῳ Antipho 1.11
, Arist.Pol. 1269a3, cf. Rh. 1380a3: abs., Antipho4.1.1,6.17, Pl.Sph. 261a, etc.b of property, subject to liability, PMasp.312.86 (vi A. D.).
См. также в других словарях:
ἱεροσυλίας — ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem acc pl ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
προσωθώ — προσωθῶ, έω, ΝΜΑ·1. σπρώχνω προς κάτι ή προς τα εμπρός («τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον... ἅπαντες προσωθοῡσιν εἰς τὸν ὄλεθρον», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προσωθεῑται προστρίβεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὠθῶ «σπρώχνω»] … Dictionary of Greek
Ενάρεες ή Ενάριες — Σκυθικός πολεμικός λαός. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στους Ε. αποδίδεται η κατηγορία της ιεροσυλίας του ναού της Αφροδίτης Ουρανίας. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή της θεάς, η οποία τους τιμώρησε με τη λεγόμενη θήλειαν νόσον, ενώ… … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — η 1. κλοπή αντικειμένων από το ναό: Για το αδίκημα της ιεροσυλίας ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές. 2. ασεβής πράξη, ανοσιούργημα, βεβήλωση: Διέπραξε ιεροσυλία. – Αυτό που πας να κάνεις είναι ιεροσυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)