Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔλεια

См. также в других словарях:

  • ἑλεία — ἑλείᾱ , ἕλειος of the marsh fem nom/voc/acc dual ἑλείᾱ , ἕλειος of the marsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλεια — ἕλειος of the marsh neut nom/voc/acc pl ἕλειος of the marsh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλείας — ἑλείᾱς , ἕλειος of the marsh fem acc pl ἑλείᾱς , ἕλειος of the marsh fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλείαν — ἑλείᾱν , ἕλειος of the marsh fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλειος — α, ο (ΑΜ ἕλειος, ον και ἕλειος, α, ον) 1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ») 2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό …   Dictionary of Greek

  • ελέα — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας, χτισμένη τον 5o αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από το έλος που υπήρχε κοντά της. Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της φαίνεται ότι αποτελούσε το πολιτικό κέντρο του Κοινού των… …   Dictionary of Greek

  • σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… …   Dictionary of Greek

  • Δικταίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Δίκτης σε υψόμετρο 1.000 μ. και υπάγεται στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Το σπήλαιο χαρακτηρίζεται για την επιβλητική του είσοδο, τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»