-
1 ακολασταίνουσα
-
2 ἀκολασταίνουσα
-
3 ἐλεθαινομένη
A v. ἐλέα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεθαινομένη
См. также в других словарях:
ἀκολασταίνουσα — ἀκολασταίνω to be licentious pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσα — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φάττα Α ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους περιστεριού Columba palumbus νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού βαλλωτή ή βαλλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον αρχαϊκό τ. φάψ,… … Dictionary of Greek
gʷhemb- — gʷhemb English meaning: to spring, hop Deutsche Übersetzung: “lustig springen, hũpfen”?? Material: Gk. ἀθεμβοῦσα ἀκολασταίνουσα (“ausgelassen”) Hes.; M.H.G. gampen, gumpen ‘spring”, gampel, gumpel “merry mutwilliges Springen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary