-
1 έθαψε
-
2 ἔθαψε
-
3 συν-ήριθμος
συν-ήριθμος, poet. statt συνάριϑμος, abgezählt, abgemessen; πάντας ἔϑαψε τέσσαρας, οὓς Ἀΐδαο συνήριϑμον ἥρπασεν ἦμαρ, Apollnds. 30 (VII, 389), vier Tage entrissen die vier Söhne.
-
4 κηδεύω
2 esp. attend to a corpse, bury, , cf.E.Rh. 983;μ' ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν IG14.1860
: also in Prose, Plb.5.10.4, etc.; , cf. Plu.Alex.56;βασιλέων κηδευομένων Arist.Fr. 519
, cf. Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.);κεκηδευμένος νεκρὸς ἐν μέλιτι J.AJ14.7.4
;εἰς ἣν [σορὸν] οὐδενὶ ἔξεσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι CIG3028.3
([place name] Ephesus), cf.POxy.1067.6 (iii A.D.).3 = κηδεμονεύω, in [voice] Pass., Cod.Just.3.10.1.1.II contract a marriage, of the bridegroom, ally oneself in marriage, (lyr.): c.acc. cogn., κ. λέχος marry, S.Tr. 1227: c.dat.pers., ally oneself with.., E.Hipp. 634, Fr. 395, D.59.81, Men.Epit. 427, etc.;κ. ὅτῳ θέλουσιν Arist.Pol. 1307a37
; become the son-in-law of, Moer. p.368 P.:—in [voice] Pass., to be married, E.Ph. 347 (lyr.).2 c.acc.pers., make one's kinsman by marriage, Id.Hec. 1202; also κ. τὴν θυγατέρα τινί to marry her to some one, J.AJ6.10.2: abs., οἱ κηδεύσαντες those who formed the marriage, E.Med. 367. -
5 οἰκεῖος
A in or of the house, once in Hes., ;λέβης A. Fr.1
; ; of or for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II),τὰ οἰ.
household affairs, property,Hdt.
2.37, S.Ant. 661 ;τὰ οἰ. ἀγαθά X.Oec.9.18
; τὰ οἰ. τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41 ; opp. πολιτικά, Th.2.40 ; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap. 23b.2 Astrol., οἰ. ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al.II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65 ; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν.. ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647 ; ἀνὴρ οἰ. kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108 ; οἱ οἰ. kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51 ; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt. 316c ; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288 ; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9.2 friendly,εἴχομέν ποτε.. τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4
; .III of things. belonging to one's house or family, one's own (defined asὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh. 1361a21
),οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19
;σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr. 398
; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant. 1203 ; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός ; born in the house, or.. ? Id.OT 1162 ; αἱ οἰ. πόλεις their own cities, X.HG3.5.2 ; ἡ οἰ. (sc. γῆ), [dialect] Ion.ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64
; [ ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92 ; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64 ;σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός
homegrown,Id.
6.20.2 = ἴδιος, one's own, personal, private,οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46
;ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45
, cf. 153, Antipho 1.13 ;αἱ χεῖρες -ότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3
; μηδὲν -οτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70 ;ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13
; οἰ. ξύνεσις mother wit, Id.1.138 ; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant. 1176, etc.; for A.Ag. 1220, v. βορά.b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man,τὸ πρῶτον οἰ.
what is earliest endeared,Chrysipp.Stoic.
3.43, Hierocl. p.7A.2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing,προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg. 772e
, cf. R. 468d, al., and freq. in Arist., as EN 1098a29 : also c. gen.,τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd. 96d
;οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top. 101b2
, cf. EN 1096b31, Rh. 1360a22 ;οἰ. πρός τι Plb.5.105.1
.b of persons, c. gen., a student of..,σοφίας Str.17.1.5
; addicted to,καινοτομίας Iamb.VP 30.176
.3 proper, fit, οἰ. κατάγελως fit subject for ridicule, Men. 160 ; οἰ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh. 1404b35.B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰ φέρε bear it like your own affair, Ar.Th. 197 ; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57 ;οἰ. χρῆσθαί τινι
to be on familiar terms,X.
HG2.3.16 ;οἰ. διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16
;πρός τι Plb.13.1.2
;οἰ. δέχεσθαί τινας D.18.215
;οἰ. ἔχειν τινί Id.4.4
, etc.: [comp] Comp.- ότερον Is. 1.49
; : [comp] Sup.- ότατα Plb.5.106.4
.2 affectionately, dutifully,ἔθαψε, περιέστειλεν οἰ. Men. 325.12
, cf. Th.2.60.3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D.4 Astrol., οἰ. σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκεῖος
См. также в других словарях:
ἔθαψε — θάπτω honour with funeral rites aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
αίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, που βασίλευσε μετά τον Οιδίποδα. Ήταν ο τελευταίος Θηβαίος που κατασπαράχθηκε από τη Σφίγγα, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμά της. Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του Αντιγόνη, αναφέρει ότι ο … Dictionary of Greek
εγκέλαδος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Γίγαντες, γιους της Γης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Γιγαντομαχία, όπου ήταν αντίπαλος της Αθηνάς, η οποία τον σκότωσε ρίχνοντας επάνω του το νησί Σικελία ή την Αίτνα. Σκηνές από την πάλη της Αθηνάς με τον Ε.… … Dictionary of Greek
λευκοθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Όρχαμου, βασιλιά της Περσίας, και της Ευρυνόμης. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο οποίος αναφέρει τον σχετικό μύθο στις Μεταμορφώσεις του, την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας και, για να την κατακτήσει, πήρε τη μορφή της μητέρας της.… … Dictionary of Greek
πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
χειά — και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α 1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού 2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ» μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ.… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Άγδιστις — Μυθολογικό πρόσωπο.Ερμαφρόδιτη θεότητα της Φρυγίας. Ο μύθος της Ά. έχει ασιατική προέλευση και πολλές παραλλαγές. Αρχικά το όνομα Ά. προήλθε από το όρος Άγδος κοντά στην Πεσσινούντα και ήταν μάλλον επίθετο της Κυβέλης, της μητέρας θεάς. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek
Αντιγόνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα του μύθου των Λαβδακιδών, κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, όπως και η Ισμήνη, o Ετεοκλής και o Πολυνείκης, ή της Ευρυγανείας, όπως αναφέρεται στο παλαιό έπος Οιδιπόδεια. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τον μύθο των… … Dictionary of Greek