-
1 εωυτόν
-
2 ἑωυτόν
-
3 προς-τάσσω
προς-τάσσω, att. - ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προςταχϑέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε ἕκαστος οἷ προςτάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ πρός τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προςετετάχατο Φαρναζάϑρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προςτάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῠτο προςτεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόςτασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προςταχϑὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ προςτάσσω μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προςτετάχϑαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προςετέτακτο ἵππος, es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προςτεταγμένον, τὰ προςταχϑέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προςταχϑέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. οὕτως ἐξ Ἀλεξάνδρου προςτεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ ἔργον προςτάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προςτάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ ἀποδημία ἡ νῦν ἐμοὶ προςτεταγμένη, 67 c; τὰ προςταχϑέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προςτετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
-
4 σεμνύνω
σεμνύνω, = Vorigem; ταῠτα περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε, er richtete dies um sich her auf eine prachtvolle Weise ein, Her. 1, 99; πρᾶγμα, Plat. Gorg. 512 b; ἑαυτούς, Phil. 28 c; rühmen, Dem. 19, 238. – Bes. im med. großprahlen, sich brüsten, rühmen womit, σεμνὰ σεμνύνεται, Eur. I. A. 996; Ar. Av. 727; σεμνύνεσϑαι ὥς τι ὄντε, Plat. Phaedr. 242 e; Gorg. 511 d u. öfter; ἐπί τινι, Theaet. 175 a, wie Din. 1, 16; ἐπὶ σμικροῖς, Dem. 24, 183; Isocr. 2, 34; παραλείπω φυλαττόμενος τὸ λυπῆσαί τινας ἐν οἷς σεμνύνομαι, Dem. 18, 258; ἐπὶ πράγματι, Pol. 21, 13, 9 u. öfter, wie a. Sp.; οὐδὲ σεμνύνομαι ἐπέραστος εἶναι, Luc. Mar. D. 1, 5; auch mit dem acc. vrbdn, wie Hdn. 5, 7, τὴν ᾿Αντωνίνου μοιχείαν αἱ ϑυγατέρες ἐσεμνύνοντο.
-
5 κρατύνω
κρατύνω, ep. καρτύνω, s. oben, – 1) stärken, kräftigen, befestigen; τὰς Συρακούσας Her. 7, 156; κρατύνειν αὐτὸν δορυφόροισι 1, 98; ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι 100; pass., ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνϑη 1, 13; πόλιν, durch Mauern befestigen, Thuc. 1, 69; τὰ τείχη 3, 18; med., für sich befestigen, τὰς οἰκίας 4, 114; Sp., τὰς μὲν πόλεις ἐκρατύνετο φρουραῖς Plut. Demetr. 33; τὴν ἀρχήν Dion 3; so gew. bei den Späteren κρατύνεσϑαι ἐπί τινι, worauf fußen. – 2) wie κρατέω, Gewalt haben, herrschen; Ζεὺς δ' ἰδίοις νόμοις κρατύνων, Aesch. Prom. 402, öfter; ὦ κρατύνων, Zeus, Soph. O. R. 903; c. acc., beherrschen, κρατύνεις βωμὸν ἑστίαν χϑονός Aesch. Suppl. 372; τὸ δήμιον, τὸ πτόλιν κρατύνει 699; Ζεύς, ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει Soph. El. 170; – c. gen., ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς O. R. 14, vgl. Phil. 366, wie Eur. Bacch. 659.
-
6 κατα-χράω
κατα-χράω (s. χράω), 1) act. nur in der 3. pers.; Her. 1, 164 καταχρᾷ, es ist genug, reicht aus; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς 7, 70, die Mähne diente statt des Helmbusches; καταχρήσει 4, 118, öfter; δός τι καὶ καταχρήσει Phoenix bei Ath. VIII, 360 a. – 2) med. (vgl. χράομαι), brauchen, gebrauchen zu Etwas; Plat. oft, εἴς τι, ἐπινοῶν εἰς τὴν αὑτοῦ ποίησιν καταχρήσασϑαι τῷ λόγῳ Critia. 113 a, wie Legg. III, 700 b; οὐ δεῖ τῷ πιστευϑῆναι εἰς τὸ μεῖζον δύνασϑαι κακουργεῖν καταχρῆσϑαι Dem. 19, 277; κατεχρῶντο τούτοις σύμπασιν ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat. Polit. 272 c; πρός τινας Conv. 187 c Crat. 426 e; ἐν καιρῷ πράξεσιν Isocr. 4, 9; ἐμπειρίαις 174; κενῇ προφάσει κατεχρῶ Dem. 18, 150; öfter λόγῳ, einen Vorwand brauchen, vorgeben, sagen; auch ohne λόγῳ, οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι οὐδεμία γένοιτο ἀδελφή 43, 39, vgl. 48, 44. – Oft auch = einen schlechten Gebrauch von Etwas machen, mißbrauchen, bes. Sp.; D. Sic. 20, 101; Luc. de luct. 20; N. T.; ὀνόματι, ein Wort in uneigentlicher Bedeutung brauchen, Strab. 5, 1, 2 u. Gramm.; – verbrauchen, aufbrauchen, τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ' ἀναλώσοντες αὐτήν, wo es auch mißbrauchen sein kann, Plat. Menex. 247 a; τί, Lys. 19, 22; so steht auch das perf. in pass. Bdtg, τὰ μέγιστα κατακέχρηται, im Ggstz von μικρὰ παραλε λεῖφϑαι, Isocr. 4, 74; Sp. – Umbringen, niedermachen, tödten, τὸν παῖδα Her. 1, 117, ἑωυτόν 1, 82; pass., καταχρησϑῆναι 9, 120; auch Sp., καταχρήσασϑαι τὰ δουλικὰ σώματα Pol. 1, 85, 1. – Allgemeiner, οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾶς, ἀλλὰ καταχρήσασϑέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι, macht mit mir, was ihr wollt, bestraft mich, Aesch. 1, 122. – 3) ( κίχρημι) sich leihen, τὰ ὀφειλόμενα καὶ εἰς ὅ τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο Dem. 49, 4, vgl. 47, 50.
-
7 δια-κοσμέω
δια-κοσμέω, ordnen, in Ordnung bringen; Hom. Iliad. 2, 476 ὥς τ' αἰπόλια αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, ἃς τοὺς ἡγεμόνες διεκόσμεον ἔνϑα καὶ ἔνϑ α ὑσμίνηνδ' ἰέναι; vs. 126 ἡμεῖς δ' ἐς δεκάδας διακοσμηϑεῖ. μεν Ἀχαιοί; vs. 655 Ῥοδίων –, οἳ Ῥόδον ἀμφινέμοντο διὰ τρίγα κοσμηϑέντες, Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ Κάμειρον; von Jägerschaaren Odyss. 9, 157 διὰ δὲ τρίχα κοσμηϑέντες βάλλομεν; vom Aufräumen und Reinigen eines Saales Odyss. 22, 457 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, medium Homerisch in der Bedeutung des activ. Vgl. ἀποκοσμέω, ἐγκοσμέω, κατακοσμέω. – Folgende: Herodot. 1, 100 ἐπείτε δὲ ταῦτα διεκόσμησε καὶ ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι: τὴν πομπήν Thuc. 1, 20; τὰ ἄλλα διεκόσμησε τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ 2, 100; τὰ πράγματα Plat. Phaed. 98 b; πόλεις Legg. III, 685 b; λόγον Phaedr. 277 c; auch Sp.; τὴν πολιτείσν, τὰς ἱερωσύνας, Plut. Thes. 24 Num. 14.
-
8 μητρόθεν
μητρόθεν, von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόϑεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόϑεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέϑρεψα μητρόϑεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόϑεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόϑεν δυςώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόϑεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
-
9 λωβάομαι
λωβάομαι, wie λυμαίνομαι (als praes. hat Hom. nur λωβεύω), das perf. ist immer pass., Her. 3, 155, s. unten, – Einen schmählich behandeln in Worten u. Werken, beschimpfen, mißhandeln; λωβήσασϑαί τινα λώβην, Jem. einen Schimpf anthun, Il. 13, 623, wie ἑωυτὸν λωβᾶται λώβην ἀνήκεστον, Her. 3, 154; u. ohne Casus, freveln, λωβήσαιο, Il. 1, 232. 2, 242; schaden, verletzen, zerstören, von der Krankheit, Soph. Tr. 1025, ἀρτάναις βίον, Ant. 54; ἀνδρῶν εὐνίδας λωβώμενοι, Eur. Or. 927; Ar. Equ. 1405; μὴ λωβάσησϑε τὰς ἀμπέλους, Theocr. 5, 109; u. in Prosa, Her. oft; Ggstz von ὀνίνησιν, Plat. Crit. 47 e; τοὺς νέους, Prot. 318 d; διαφϑεροῦμεν ἐκεῖνο καὶ λωβησόμεϑα Crit. 47 d; u. pass., λελωβῆσϑαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Rep. X, 611 b; μοχϑηρῷ ὄντι τὴν ψυχὴν καὶ λελωβημένῳ Gorg. 511 a; ἐλωβήϑην, Her. 3, 155; λώβας λωβηϑείς, Plat. Gorg. 473 c Men. 91 c; πόλιν, Lys. 26, 9; Pol. 4, 54, 2. Bei Sp. auch mit dem dat., der auch bei Plat. Crit. 47 e sich findet. – Das act., von den Gramm. erwähnt, findet sich nur Phocvl. 34, vgl. Jacob Anth. Pal. p. 37 u. καταλ.
-
10 ἀνα-ποδίζω
ἀνα-ποδίζω ( πούς), den Fuß zurücksetzen, zurückgehen, Sp., z. B. Hrdn. 5, 6, 17 εἰς τοὐπίσω; vgl. Luc. Necyom. 7. Gew. trans., zurückkommen lassen, zurückrufen, γραμματέα Aesch. 3, 192; τὸν κήρυκα Her. 5, 92, 6, mit der Nebenbdtg: noch einmal ausfragen; aber ἑωυτόν, das früher Gesagte aufheben, widerrufen, 2, 116; dah. ἀνέτρεψε καὶ ἀνεπόδισε τὴν ϑεραπείαν Luc. abd. 17.
-
11 ἐπι-βάλλω
ἐπι-βάλλω (s. βάλλω), 1) daraufwerfen, ἅς (τρίχας) ἐπέβαλλον κειρόμενοι, auf den Todten, Il. 23, 135; oft in tmesi, z. B. ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od. 14, 520; ἑωυτὸν ἐπέβαλε ἐς τὸ πῦρ, stürzte sich ins Feuer von oben her, Her. 7, 107; ἐπιβαλῶ ὕλην Xen. An. 3, 5, 10; ἄνωϑεν ἐπιβαλόντες Thue. 2, 52; ἐπὶ ἁμάξας 4, 48; ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας κόπρον Plat. Prot. 334 b; – χεῖρά τινι, Hand anlegen, Ar. Lys. 440 Nubb. 933; vgl. Aesch. καὶ πότ' ἂν Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι; Ch. 389; übertr., τὰς χεῖρας τοῖς πράγμασι Pol. 3, 2, 8; Ῥωμαίοις 18, 34, 8; – ὀφϑαλμόν τινι, wie wir, das Auge auf Einen werfen, Alexis bei B. A. 110; Luc. u. a. Sp.; VLL. erkl. περιέργως ϑεᾶσϑαι. – 2) auflegen, ἵπποις ἱμάσϑλην, d. i. ihnen die Peitsche geben, Od. 6, 320; πληγάς τινι Xen. Lac. 2, 9; σφραγῖδα, ein Siegel darauf drücken, legen, Ar. Thesm. 415, wie σύμβολον Av. 1215; γράμμασι σημεῖα Plat. Legg. IX, 856 a; τὸν δακτύλιον, den Siegelring aufdrücken, Her. 2, 38; χαρακτῆρα Arist. Polit. 1, 9; – bei den Aerzten = Pflaster, Salben u. dgl. auflegen. – Bes. auch Strafe, Tribut u. dgl. auferlegen, Her. 1, 106; φυγὴν ἑωυτῷ ἐκ Λακεδαίμονος 7, 3; καί σφι ὑπ' Ἀργείων ἐπεβλήϑη ζημίη 6, 92; τοῖς ἀπειϑοῦσι ζημίας Plat. Legg. XII, 949 d; Lys. 9, 6; ἐπιβολάς 20, 14; absol., bestrafen, 15, 5 u. Sp.; φόρον ταῖς πόλεσι Plut. Ant. 51. – Aehnl. ἀνάλγητα γἁρ οὐδ' ἐπέβαλε ϑνατοῖς Κρονίδας Soph. Tr. 128; λύπην τινί Eur. Med. 1115; κινδύνους καὶ φόβους ψυχαῖς Plat. Theaet. 173 a; ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ, ἃ φέρειν οὐκ ἠδύναντο Thuc. 8, 108; – κλήματα ἐπιβάλλειν, in die Höhe gehen, wachsen lassen, Theophr. – 3) mit Auslassung von ἑαυτόν, intrans., sich wohin bewegen, darauflosfahren; vom Schiffe, ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν, es segelte nach Pheä zu, Od. 15, 297; H. h. Apoll. 427; anfallen, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι Plat. Phaedr. 248 a. Bes. Sp., Ἀλέξανδρος ἐπέβαλε τοῖς Ἀρβήλοις D. Sic. 17, 64; λόφοις Pol. 5, 18, 3; auch ἐπὶ τὸν τόπον ἐπιβαλεῖν, 5, 6, 6; εἰς Ἰταλίαν, 2, 24, 17; εἰς τοὺς Λοκρούς 12, 10, 2; τὰ κύματα ἐπέβαλλεν ἐς τὸ πλοῖον N. T. Uebertr., sich auf Etwas werfen, es betreiben, τοῖς κοινοῖς πράγμασι Plut. Cic. 4; τοῖς αὐλοῖς D. Sic. 3, 59; τούτῳ ἐπιβαλών, darauf merkend, M. Anton. 10, 30; – darauf fallen, πρὶν τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Pol. 4, 78, 7; vgl. Plat. Crat. 409 a; – darauf folgen, τινί, Plut. Aem. Paul. 33, vgl. Pol. 11, 23, 2; ἐπιβαλὼν ἔφη, darauf, 1, 80, 1, öfter; – ἐπιβάλλει μοι, auch ἐπιβάλλει μοί τι, es fällt mir Etwas zu, kommt mir zu, betrifft mich, geht mich an, μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Her. 7, 23; ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον 4, 115, den gebührenden Theil; wie Dem. τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος, 18, 254; καϑ' ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς Arist. Pol. 5, 6; κατὰ τὸ ἐπιβ. αὐτοῖς μέρος D. Sic. 14, 17, Pol. u. a. Sp. Vgl. z. B. Plut. adv. gt. 12, der auch ἐπιβάλλει τοῦτο ποιεῖν sagt, es ist Pflicht, dies zu thun. – 4) Med. sich auf Etwas werfen, darüber herfallen, ἐνάρων, über die Waffenbeute, Il. 6, 68; übh. wonach trachten, τοὺς ὅρκους λύειν ἐπιβάλλεται Dem. 18, 164. 165, wie Pol. 1, 4, 3 u. öfter; auch οὐκ ἀνάνδρῳ ἐπεβάλετο τόλμῃ καὶ πράξει, machte sich daran, 5, 81, 1; c. acc., τοσοῦτον ἔργον Plat. Tim. 48 c, wie Soph. 264 b; τὴν μέϑοδον Arist. polit. 2, 1; c. gen., τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται, trachten danach, 1, 9. – Sich Etwas anlegen, sich mit Etwas bekleiden, wie Eur. Med. 840 ἐπιβαλλομέναν (Κύπριν) χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνϑέων, der Schol. erkl. περιτιϑεμένην; Hippocr. u. Sp., wie N. T., ἐπιβεβλημένος σινδόνα, u. ä. – Uebertr., αὐϑαίρετον δουλείαν, über sich nehmen, Thuc. 6, 41. – Bei Xen. An. 4, 3, 28 sind τοξόται ἐπιβεβλημένοι Schützen, die den Pfeil aufgelegt haben, schußfertig sind, wie 5, 2, 12 ἐπιβεβλῆσϑαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς. – Bei Pol. 24, 4, 10 σφραγῖδας, wie oben im activ.
-
12 ἐκ-φαίνω
ἐκ-φαίνω, herauszeigen, aus Etwas hervorgehen u. sichtbar werden lassen; φόωςδε, ans Licht bringen, von der Geburtsgöttinn, Il. 19, 104; ἐξέφηνας ἐς φάος κακά Eur. Hipp. 368; λόγον 881; Χάριτας Pind. Ol. 13, 18; δῶρα εἰς γένος N. 7, 68; bekannt machen, anzeigen, εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα ἐκφανεῖτ' εἰς ὀφϑαλμοὺς ἐμούς Soph. Ant. 307; ὡς τὸ μαντεῖον ἐξέφηνε O. R. 143. 329; τινά, Her. 3, 36; τὴν αἰτίην 6, 3; τὴν ἑωυτοῠ γνώμην 5, 36; ἑωυτόν, sich zu erkennen geben, 3, 130 (vgl. Phylarch. Ath. XIII, 593 e); c. part., ἐκφαίνεις σεωυτὸν ἐόντα τοῠ πατρὸς οὐδὲν ἥσσω 3, 71; τὴν δειλίαν, offenbaren, Plat. Menex. 246 e; πόλεμον πρός τινα, offen erklären, Xen. An. 3, 1, 16. – Pass., herausscheinen, ὄσσε ἐξεφάανϑεν Il. 19, 17; Χαρύβδιος, aus der Charybdis hervorkommen, Od. 12, 441; übh. sich zeigen, erscheinen (mit dem aor. II. pass.); δίκαιοι δ' αὖϑις ἐκφανούμεϑα Soph. Phil. 82 vgl. O. R. 1063; ἕως ἂν ἡμῖν ἐκφανῆτον ἐφ' ᾧ σπουδάζετον Plat. Euthyd. 288 b; ἀστέρων τινῶν ἐκφανέντων Thuc. 2, 28; Folgde.
-
13 ανιημι
1) пускать или посылать вверх, испускать(ἀήτας Hom.; ἄφρον Aesch.; πνεῦμ΄ ἐκ πνευμόνων Eur.)
κρῆναι, ἃς ἀνῆκε θεός Eur. — источники, которые забили по велению божества;φόνου σταγόνας ἀ. Soph. — покрываться каплями крови;πῦρ καὴ φλόγα ἀπ΄ αὐτοῦ ἀνεῖναι Thuc. — воспламениться2) выпускать, рождать, производить(καρπόν HH.; κνώδαλα Aesch.; βλαστούς Plut.)
; med. возникатьκίνδυνος ἀνεῖταί τινος Arph. — возникает опасность для чего-л.
3) отпускать, освобождать(δεσμῶν, sc. τινα Hom.; ἐκ κατώρυχος στέγης τινα Soph.; τὸν αἴτιον Lys.)
ὕπνος ἀνῆκέ με Hom., Plat.; — сон оставил меня, т.е. я проснулся;ὥς μιν ὅ οἶνος ἀνῆκε Her. — когда хмель вышел у него из головы;ἄνετέ με παράγοροι Soph. — перестаньте меня утешать;ἀ. τινὴ τὸν δασμόν Plut. — освобождать кого-л. от дани;ἀνειμένος Soph., Eur., Plat.; — несдержанный, разнузданный;τὸ ἀνειμένον εἴς и πρός τι Plut. — неудержимое влечение к чему-л.;θάνατόν τινι ἀ. Eur. — даровать кому-л. жизнь;ἀ. τέν πόλιν τῆς φρουρᾶς Plut. — вывести гарнизон из города;ἀ. κόμαν Eur., Plut.; — распускать волосы;πέπλοι ἀνειμένοι Eur. — распущенные одежды4) освобождать от запоров, т.е. открывать, отворять(πύλας Hom.; θύρετρα Eur.)
; снимать, вскрывать(σήμαντρα Eur.)
5) med. обнажать(κόλπον Hom.)
; сдирать шкуру, обдирать(αἶγας Hom., λαγόνας Eur.)
6) отпускать; ослаблять(τόξον Her.; ἡνίας τινί Plut.)
; перен. смягчать(λόγον Eur.; πόλεμον Thuc.)
ἀνεὴς ἵππον Soph. — дав повод коню;εἰς τάχος ἀ. τοὺς ἵππους Xen. — пускать коней во весь опор;ἀ. φυλακάς Eur. и φυλακήν Thuc. — ослаблять бдительность;ἀ. τὸν δρόμον Plut. — замедлять продвижение;τὸ ἀνειμένον τῆς γνώμης Thuc. — упадок духа, уныние;ὅ νόμος ἀνεῖται Eur. — закон теряет силу;ὁρᾶν, ὅτῳ τρόπῳ μέ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Thuc. — следить, как бы дела не пришли в расстройство7) спускать с привязи, натравливать(τὰς κύνας Xen.)
8) оставлять невозделаннымἀ. χώραν μηλοβότον Isocr. — превратить страну в пастбище
9) культ. сохранять нетронутым, т.е. посвящать(τέμενος ἅπαν Thuc.; χωρίον τῷ θεῷ Plut.)
ἄλσος ἀνειμένον Plat. — священная роща10) побуждать, заставлять(ἄοιδὸν ἀειδέμεναι, τινὰ Αἴγυπτόν δ΄ ἰέναι Hom.)
11) разрешать, позволять, допускать(τινὰ πρός τι Her.; τὸ σῶμα ἐπὴ ῥᾳδιουργίαν Xen.)
ἀ. ἑωυτὸν ἐς παιγνίην Her. — предаваться забавам;ἀνειμένος ἐς τὸ ἐλεύθερον Her. — предоставленный самому себе;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Her. — отращивать волосы;οἱ ἐς τέν πόλεμον ἀνειμένοι Her. — посвятившие себя военному делу;ὅ εἰς τὸ κέρδος λῆμ΄ ἔχων ἀνειμένον Eur. — своекорыстный человек12) слабеть, утихать, уменьшаться(οὐκ ἀνίει τὰ πνεύματα Her.; αἱ ἐπιθυμίαι ἄνείκασι Arst.)
ὅ Κῦρος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίει Xen. — Кир не унимался;αἱ τιμαὴ ἀνείκασι Dem. — цены упали;οὐκ ἀνίει ἐπιών Her. — он неотступно преследовал (противника);ἀ. τινός Thuc., Eur., Arph.; — прекращать что-л. -
14 εκφαινω
(fut. ἐκφᾰνῶ - ион. Luc. ἐκφανέω, aor. ἐξέφηνα; aor. 2 pass. ἐξεφάνην)1) делать заметным, выводить(φόωσδέ τινα Hom. и εἰς φάος τι Eur.)
2) обнаруживать, показывать(τι Pind., Soph., Plat., Plut. и τινά Her.)
ἐ. ἑωυτὸν ἐόντα οὐδὲν ἥσσω τινός Her. — оказываться не хуже кого-л.;pass. — показываться, являться:δίκαιοι ἐκφανούμεθα Soph. — мы покажем себя справедливыми;μέ καθ΄ ὥραν ἐκφανέντες καρποί Plut. — несвоевременно появившиеся плоды3) блистать, сверкать(κόσμω ὅπλων καὴ λαμπρότητι Plut.; тж. pass.: ὄσσε ὡσεὴ σέλας ἐξεφάανθεν Hom.)
ἀστέρων τινῶν ἐκφανέντων Thuc. — при свете нескольких звезд4) обнаруживать, открывать(τέν αἰτίαν Her.)
5) выказывать, проявлять6) высказывать, выражать(τέν ἑωυτοῦ γνώμην Her.)
κακῶν ἀρχεγὸν ἐ. λόγον Eur. — произносить зловещие слова7) объявлять(πόλεμον πρός τινα Xen. и πόλεμον λαμπρῶς Plut.)
-
15 επιβαλλω
(aor. 2 ἐπέβαλον, pf. ἐπιβέβληκα)1) (во или на что-л.) бросать, набрасывать (sc. τρίχας Hom.; κάρφος λεπτὸν τοῖς σώμασιν Plut.; τὰ ἱμάτιά τινι NT.)ἑωυτὸν ἐπιβαλεῖν ἐς τὸ πῦρ Her. — броситься в огонь;
ἐ. τέν ἀντίρρησιν Plut. — выступить с возражением;med. — возлагать, надевать на себя (πλόκον ἀνθέων χαίταισιν Eur.)2) насыпать, наваливать(ἐπὴ ἁμάξας τι Thuc.; ὕλην καὴ γῆν Xen.; κόπρον ἐπί τι Plat.)
3) класть, накладывать(τέν χεῖρα τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους Plut.; τέν χεῖρα ἐπ΄ ἄροτρον NT.)
ἐ. χεῖρας ἐπί τινα NT. — схватить кого-л.4) брать в руки, браться(βοῶν ἐχέτλῃ Anth.; med. τοῖς αὐλοῖς Diod.)
5) ( об ударах) наносить(πληγάς τινι Xen.)
ἐ. ἱμάσθλην Hom. — бить кнутом6) (о печатях и т.п.) прикладывать, налагать(δακτύλιον Her.; σφραγῖδάς τινι Arph. и med. σφραγῖδας ἐπι τι Polyb.; σύμβολον Arph.; σημεῖα γράμμασι Plat., χαρακτῆρα Arst.)
7) ( об обязанностях) возлагать(τέν ταμιευτικέν ἀρχήν τινι Plut.)
8) (о наказаниях, податях и т.п.) налагатьἐ. φυγέν ἑωυτῷ Her. — обречь себя на изгнание9) (нис)посылать, причинять(ἀνάλγητά τινι Soph.; λύπην τινί Eur.; φόβους ψυχαῖς Plat.)
10) (о лекарствах и т.п.) прикладывать, применять(κρόκον καὴ νάρδον Plut.)
11) ( о мерах длины) прикладывать(τὸν πῆχυν τῷ μετρουμένῳ Arst.)
12) приставлять, пришивать(ἐπίβλημα ἐπὴ ἱματίῳ NT.)
13) прибавлять, добавлять(μηδὲν ἢ μικρόν τινι Arst.)
τὸ φῶς νέον ἀεὴ ἐ. Plat. — светить все новым светом14) помещать позади(τὸν τέταρτον στόλον τινί Polyb.)
15) отплывать, отправляться(Φεάς Hom.; Φεράς HH.)
16) устремляться, совершать набег, нападать(ἀλλήλοις Plat.; ἐπὴ τόπον τινά, εἰς τοὺς Λοκρούς Polyb.; τοῖς Ἀρβήλοις Diod.; τοῖς μυρίοις, sc. πολεμίοις Plut.; перен. τὰ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον NT.)
ἥ ἑτέρα (γραμμέ) ἐπιβάλλει τῆς ἑτέρας Arst. — одна линия пересекает другую17) досл. падать, перен. восходитьὅπου ἂν ὅ ἥλιος ἐπιβάλλῃ Arst. и ἅμα τῷ τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Polyb., — с восходом солнца
18) приходить на смену, (за кем или чем-л.) следовать(ἑξῆς Polyb.; τινί Plut. и ἐπί τινι Diod.)
ἐπιβαλὼν ἔφη Polyb. — выступив в свою очередь, он сказал;ἐπιβαλὼν ἔκλαιεν NT. — затем он заплакал;ἐπιβεβληκότες Ἀντιφῶντι Plut. — находящиеся в обществе Антифонта19) приходиться, выпадать на долю(τινί Her., Arst. и ἐπί τινα Dem.)
τοὺς Δελφοὺς ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν Her. — Дельфам пришлось доставить четверть обусловленной суммы;κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα καιρόν Arst. — когда представится случай;τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) Her., Dem., Polyb., Diod. и τὰ ἐπιβάλλοντα Plut. — доля, жребий, участь20) приличествовать, подобать, надлежать(φιλοσόφοις ἐπιβάλλει μάλιστα ὅ σχολαστικὸς βίος Plut.)
21) (тж. ἐ. την διάνοιαν Diod.) (на что-л.) набрасываться, (за что-л.) приниматься, посвящать себя(τοῖς κοινοῖς πράγμασιν, med. ναυπηγίᾳ Plut.)
22) med. отваживаться, предпринимать(τοσοῦτον ἔργον Plat.; ταύτην τέν μέθοδον Arst.; τόλμῃ καὴ πράξει τινί Polyb.)
ἐ. αὐθαίρετον δουλείαν Thuc. — добровольно отдать себя в рабство23) med. стремиться, замышлять, затевать(ποιεῖν τι Dem., Polyb.)
ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Hom. — жаждущий военной добычи;ἐ. τοῦ εὖ ζῆν Arst. — стремиться к счастливой жизни(ἐπὴ ταῖς νευραῖς Xen.)
ἐπιβεβλημένοι τοξόται Xen. — приготовившиеся к стрельбе лучники25) med. относиться, касаться(ἥ σκέψις ἐπιβάλλει τινί и περί τινος Arst.)
-
16 επικατασφαζω
ἐπικατασφάζω, ἐπικατασφάττω(на чём-л.) закалывать, убивать(ἑωυτὸν τῷ τύμβῳ Her.; sc. τῷ νεκρῷ τινος Plut.)
-
17 επικατασφαττω...
ἐπικατασφάττω...ἐπικατασφάζω, ἐπικατασφάττω(на чём-л.) закалывать, убивать(ἑωυτὸν τῷ τύμβῳ Her.; sc. τῷ νεκρῷ τινος Plut.)
-
18 καταχραομαι
(в знач. pass.: aor. κατεχρήσθην, pf. κατακέχρημαι)1) применять, употреблять, пользоваться(τινι εἴς τι Plat., Dem., Plut.; τινι ἐπί τι Plat., Arst.; τινι πρός τι Arst.; τι εἴς τι Plut. и τινι ἔν τινι NT.)
μάρτυσι κ. πρός τι Plat. — привлекать в качестве свидетелей для чего-л.(ὡς … и ὅτι … Dem.)
3) использовать по своему усмотрению, распоряжатьсяκαταχρήσασθέ μοι Aeschin. — поступайте со мной, как вам угодно
4) расходовать полностью, растрачивать(τεσσαράκοντα μνᾶς Lys.)
5) злоупотреблять(τῇ τῶν προγόνων δόξῃ Plat.; sc. τὸν κόσμον τοῦτον NT.)
6) лишать жизни, убивать(τὸν παῖδα, ἑωυτόν Her.)
7) брать взаймы, занимать(τι Dem.)
-
19 λωβαομαι
1) бесчестить, позоритьλώβην λωβᾶσθαί τινα Hom. — осрамить кого-л.
2) осквернять(ἀνδρῶν εὔνιδας Eur.)
3) наносить обиды, оскорблять(τινι Arph.)
4) уродовать, увечить, обезображивать(ἑωυτόν Her.; τέν ψυχέν λελωβημένος Plat.)
5) развращать, портить(τοὺς νέους Plat.)
6) терзать, мучить, изнурять(τὰ σώματα Arst.; τέν πόλιν Lys.)
7) губитьἀρτάναισι λωβᾶται βίον Soph. — (Иокаста) окончила (свою) жизнь петлей, т.е. повесилась
-
20 παιγνια
I.v. l. παιγνιά, ион. παιγνίη ἥ1) игра, забава2) празднествоθἠκάτῃ (= τῇ Ἑκάτῃ) παιγνίαν ποιεῖν Arph. — устраивать празднество в честь Гекаты
II.τά pl. к παίγνιον См. παιγνιον
См. также в других словарях:
ἑωυτόν — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Heraklit — in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura, Vatikan Heraklit von Ephesos (griechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος Herákleitos ho … Deutsch Wikipedia
Heraklit von Ephesos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek
μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek