-
1 ἀνα-ποδίζω
ἀνα-ποδίζω ( πούς), den Fuß zurücksetzen, zurückgehen, Sp., z. B. Hrdn. 5, 6, 17 εἰς τοὐπίσω; vgl. Luc. Necyom. 7. Gew. trans., zurückkommen lassen, zurückrufen, γραμματέα Aesch. 3, 192; τὸν κήρυκα Her. 5, 92, 6, mit der Nebenbdtg: noch einmal ausfragen; aber ἑωυτόν, das früher Gesagte aufheben, widerrufen, 2, 116; dah. ἀνέτρεψε καὶ ἀνεπόδισε τὴν ϑεραπείαν Luc. abd. 17.
-
2 ἐπ-ανα-ποδίζω
ἐπ-ανα-ποδίζω, zurückrufen u. genau untersuchen, ἐπαναποδιστέον Arist. de gen. et corr. 1, 3.
-
3 ἀναποδίζω
ἀνα-ποδίζω, den Fuß zurücksetzen, zurückgehen; gew. trans. zurückkommen lassen, zurückrufen, mit der Nebenbdtg: noch einmal ausfragen -
4 αναποδιζω
1) заставлять вернуться, звать обратно, перен. переспрашивать(τινά Her., Aeschin.)
ἀ. ἑαυτόν Her. — возвращаться к сказанному;ἀ. τέν θεραπείαν Luc. — сводить на нет (прежнее) лечение2) идти вспять, возвращатьсяἐπανάγειν τινὰ ἐς τέν οἰκίαν ἀναποδιζοντα Luc. — вести кого-л. домой задом наперед
-
5 ἐπαναποδίζω
ἐπ-ανα-ποδίζω, zurückrufen u. genau untersuchen
См. также в других словарях:
αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… … Dictionary of Greek
επαναποδισμός — ἐπαναποδισμός, ο (Α) επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα ποδισμός «επιστροφή» (< ποδίζω «δένω»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek