Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑλικτήρ

См. также в других словарях:

  • ελικτήρ — ἑλικτήρ, ο (Α) 1. οτιδήποτε ελικοειδές 2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι …   Dictionary of Greek

  • ἑλικτήρ — anything twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτῆρας — ἑλικτήρ anything twisted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλικτήρ — εἱλικτήρ, ο (Α) βλ. ελικτήρ …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»