Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βοστρύχων

См. также в других словарях:

  • βοστρύχων — βόστρυχος curl masc gen pl βόστρυχος curl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοποιώ — έω, Α [σκηνοποιός (Ι)] 1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα 2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • συνεξελίττομαι — Α ξετυλίγομαι μαζί («βοστρύχων οὔλων πλοκαῑς συνεξελιττόμενος [ὁ χαλκός]», Καλλίστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελίττομαι «ξετυλίγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»