-
1 βοστρύχων
βόστρυχοςcurl: masc gen plβόστρυχοςcurl: neut gen pl -
2 ἁβρο-βοστρύχων
ἁβρο-βοστρύχων, τῶν, der üppig gelockten, Tzetz.
-
3 ἑλικτήρ
-
4 ελιξ
I- ῐκος adj.1) криворогий, по друг. описывающий кривые борозды(βοῦς Hom., Soph.; ταῦρος Theocr.)
2) вьющийся, волнистый(χλόα Eur.)
II- ῐκος ἥ1) зигзаг, извив(ἕλικες στεροπῆς Aesch.)
2) извив, кольцо(ἀμφελικτὸς ἕλικα δράκων Eur.)
3) завиток(αἱ ἕλικες τοῦ ὠτός Arst.)
4) извилина, поворот(πόροι ἕλικας ἔχουσιν Arst.)
5) завитушка, локон6) круговое движение, круговорот(αἱ ἕλικες τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
7) щупальце(πολυπόδου ὀκτάτονοι ἕλικες Anth.)
8) плющ(ἕ. νεότομος Eur.)
9) лоза(βότρυος ἕ. Arph.)
10) браслет, запястье(πόρπαι θ΄ ἕλικες Hom.)
11) Arst. = ἑλικτήρ См. ελικτηρ12) спиральная обмотка (sc. τῆς σκυτάλης Plut.)13) вихрь(ἥ ἕ. συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst.)
-
5 κείρω
A , [dialect] Ion.κερέω Il.23.146
: [tense] aor.ἔκειρα Pi. P.9.37
, E.Tr. 1173, etc., [dialect] Ep.ἔκερσα Il.13.546
( ἀπο-, in tmesi), A. Supp. 666 (lyr.): [tense] pf. (ii B.C.), ( περι-) Luc. Symp.32:—[voice] Med., [tense] fut. , ( ἀπο-) Pl.Phd. 89b: [tense] aor.ἐκειράμἡν Lys.2.60
, etc., [dialect] Ep. , A.Pers. 953 (lyr.): —[voice] Pass., [tense] aor. 1 part. κερθείς (v.l. καρθ-) Pi.P.4.82: [tense] aor. 2 ἐκάρην [ᾰ] PSI4.368.45 (iii B.C.), subj.κᾰρῇ Hdt.4.127
, inf. κᾰρῆναι, part. καρείς, Luc.Sol.6, Plu.Lys.1: [tense] pf. inf.κεκάρθαι Hdt.2.36
: [dialect] Att. [tense] plpf.ἐκεκάρμην Luc.Lex.5
. (Cf. Skt. kṛṇā´ti 'wound', Lat. caro: prob. also OE. scieran, Eng. shear.):—cut short, shear, clip, esp. of hair, σοί τε κόμην κερέειν (sc. Σπερχειῷ) Il.23.146, cf. Paus.1.37.3; κ. ἐν χρ [τὰς τρίχας] crop it close, Hdt.4.175;ἀλόχων κείραντες ἔθειραν E.Hel. 1124
(lyr.): —more freq. in [voice] Med., cut off one's hair or have it cut off, as a sign of mourning (cf. κουρά), τοῦτο.. γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198
, cf. 24.46, Il.23.46; ;κείρομαι κόμαν Id.Ph. 322
(lyr.): abs., cut off one's hair,κείρασθε, συμπενθήσατ' Id.HF 1390
;ἐφ' οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο Aeschin.3.211
, etc.; l.c.: Com., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι to have oneself close shorn, Eub.32:—[voice] Pass.,κουρᾷ.. πενθίμῳ κεκαρμένος E.Or. 458
; σύμβολον κ. half- cropped, Hermipp.14;τὰ ῥόδα κ. Pherecr.108.29
; also, of the hair, to be cut off,πλόκαμοι κερθέντες Pi.P.4.82
;βοστρύχους κεκαρμένους E.El. 515
.2 crop a person, σφέας αὐτοὺς καὶ τοὺς ἵππους, in sign of mourning, Hdt.9.24; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς to have their heads shorn, Id.2.36;Θρᾳκιστὶ κέκαρμαι Theoc.14.46
; v. χρώς 1.2, ἐγκυτί; shear sheep,μάχαιραι κουρίδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας Cratin.37
; κείρεσθαί ( tonderi) μου τὰ πρόβατα, ἀλλ' οὐκ ἀποξύρεσθαι ( deglubi) βούλομαι Tiber. ap. D.C. 57.10 (cf. infr. 3); τὸ μὲν [καρῆναι] ἐπὶ προβάτων τιθέασι καὶ ἐπὶ ἀτίμου κουρᾶς (cf. Luc.Sol.6),κείρασθαι δὲ ἐπὶ ἀνθρώπων Phryn.292
; but τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων Plu.l.c.; (Jul. Antec.).3 metaph., 'fleece', plunder,τὴν μάμμην Herod.3.39
.II cut down,δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες Il. 24.450
; ; crop close, opp. ἐπιτέμνειν, Thphr.CP3.23.3; pluck,ἄνθη Philostr. VA1.5
: metaph.,ἐκ λεχέων κ. μελιαδέα ποίαν Pi.P.9.37
;Ἄρης κέρσειεν ἄωτον A.Supp. 666
(lyr.).2 ravage a country, esp. by cutting down crops and fruit-trees,τὸ πεδίον Hdt.5.63
;τέμενος Id.6.75
, cf. OGI765.10 ([place name] Priene);τὴν γῆν Hdt.6.99
, Th. 1.64;χώραν Aen.Tact.15.9
; destroy,πόλιν Call.Fr.1.60
P.; also, clear, of pioneers,ὄρος Hdt.7.131
:—[voice] Pass., of a country, to be ravaged,καρῆναι Id.4.127
, cf. 8.65;κεκαρμένα κτήματα SIG364.67
(Ephesus, iii B.C.):—[voice] Med., χθὼν πεύκας κειραμένη having its pine-trees cut down, AP9.106 (Leon.);ἄρουραι λήϊα κειράμεναι Ps.-Phoc.166
: metaph., Σπάρτη.. ἐκείρατο δόξαν had her glory shorn off, Epigr. ap. Paus. 9.15.6; Ἄρης νυχίαν πλάκα κερσάμενος having had the plain swept clean (by destroying the men), A.Pers. 953 (lyr.).3 ἔκειρε πολύκερων φόνον slaughtered many a horned beast by hewing, S.Aj.55.III generally, destroy, consume:1 tear, eat greedily, of beasts, κείρει τ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον [ὄνος] Il.11.560; of fish,δημὸν.. ἐπινεφρίδιον κείροντες 21.204
; of vultures,ἧπαρ ἔκειρον Od.11.578
, cf. Luc.DDeor. 1.1, DMort.30.1.2 metaph., waste, devour,ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ' ἐμά Od.2.312
;ἔκειρον κτήματ' ἐνὶ μεγάρῳ 22.369
, etc.: abs., κείρετε (sc. βίοτον) 1.378. -
6 ξύρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξύρισμα
-
7 φόβη
φόβη, ἡ,A lock or curl of hair, Sapph.78 (pl.), A.Ch. 188;βοστρύχων ἄκρας φόβας S.El. 449
, cf. OC 1465 (lyr.); δρακόντων φόβαι, i.e. the Gorgon's snaky locks, Pi.P.10.47.II metaph., leafage, foliage, S.Ant. 419, E.Alc. 172, Ba. 684, etc.; ἴων φόβαι tufts of violets, Pi.Fr.75.18;ἀνθρύσκου Cratin.98.6
(lyr.);εὐπέταλοι φόβαι AP6.158
(Sabin.); of the plumy heads of reed, Thphr.HP8.3.4, cf. 4.4.10. -
8 ἄσταχυς
A ear of corn, Il.2.148, Hdt.5.92.ζ, Call.Cer.20, etc.: metaph.,βοστρύχων ἀστάχυες Philostr. Im.1.7
, cf. Luc.Charid.3.II bandage, Gal.18(1).813.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσταχυς
-
9 ἁβροβοστρύχων
-
10 ἑλικτήρ
См. также в других словарях:
βοστρύχων — βόστρυχος curl masc gen pl βόστρυχος curl neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
σκηνοποιώ — έω, Α [σκηνοποιός (Ι)] 1. κατασκευάζω σκηνή ή καλύβα 2. κάνω κάτι ορατό, ευδιάκριτο, πασιφανές («οὐ χρυσὸς ἐκείνην ἐκόσμησε τέχνῃ πονηθεὶς... οὐ... βοστρύχων ἕλικες καὶ σοφίσματα σκηνοποιούντων τὴν τιμίαν κεφαλὴν ἀτιμότατα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… … Dictionary of Greek
συνεξελίττομαι — Α ξετυλίγομαι μαζί («βοστρύχων οὔλων πλοκαῑς συνεξελιττόμενος [ὁ χαλκός]», Καλλίστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελίττομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… … Dictionary of Greek