-
1 ελικτήρες
-
2 ἑλικτῆρες
См. также в других словарях:
ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελικτήρες
2 ἑλικτῆρες
ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)