-
61 ερατήσι
-
62 ἐρατῇσι
-
63 ερατήσιν
-
64 ἐρατῇσιν
-
65 εραταίς
-
66 ἐραταῖς
-
67 εραταί
-
68 ἐραταί
-
69 ερατοίο
-
70 ἐρατοῖο
-
71 ερατοίς
-
72 ἐρατοῖς
-
73 ερατοίσιν
-
74 ἐρατοῖσιν
-
75 ερατού
-
76 ἐρατοῦ
-
77 ερατοί
-
78 ἐρατοί
-
79 ερατούς
-
80 ἐρατούς
См. также в других словарях:
ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
Ἐρατός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατός — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατά — ἐρατός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατώτερον — ἐρατός lovely adverbial comp ἐρατός lovely masc acc comp sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατῶν — ἐρατός lovely fem gen pl ἐρατός lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατόν — ἐρατός lovely masc acc sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράτω — Ἔρατος masc nom/voc/acc dual Ἔρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρόκερας — έρατος, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού μέσου ιουρασικού … Dictionary of Greek