-
1 ερατώτατον
-
2 ἐρατώτατον
См. также в других словарях:
ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερατώτατον
2 ἐρατώτατον
ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)