Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἐράτω

См. также в других словарях:

  • ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρατώ — Ἐρατός masc nom/voc/acc dual Ἐρατώ Erato fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατώ — ἐρατός lovely masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐράτω — Ἔρατος masc nom/voc/acc dual Ἔρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐράτω — ἐρά̱τω , ἐράω 1 love pres imperat act 3rd sg ἐρά̱τω , ἐράω 2 pour forth pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρατῶς — Ἐρατώ Erato fem acc pl Ἐρατώ Erato fem nom/voc pl (doric aeolic) Ἐρατώ Erato fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρατοῦς — Ἐρατώ Erato fem nom/voc pl Ἐρατώ Erato fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠρατῶ — ἐρατῶ , ἐρατός lovely masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρατοῖ — Ἐρατώ Erato fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρατόα — Ἐρατώ Erato fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρατόος — Ἐρατώ Erato fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»