-
41 Σκυθαι
- ῶν οἱ скифы (собирательное название кочевых племен по нижнему течению Дуная и к сев. от Черного и Каспийского морей) Hes., Her.Σκυθῶν ἐρημία ирон. Arph. — отпрыск скифских пустынь
-
42 ερμιά
η см. ερημιά -
43 ερημιών
-
44 ἐρημιῶν
-
45 ερημίαις
-
46 ἐρημίαις
-
47 ερημίην
-
48 ἐρημίην
-
49 ερημίης
-
50 ἐρημίης
-
51 ερημίησι
-
52 ἐρημίῃσι
-
53 ερημίησιν
-
54 ἐρημίῃσιν
-
55 2047
{сущ., 4}пустыня, покинутое или уединенное место.Ссылки: Мф. 15:33; Мк. 8:4; 2Кор. 11:26; Евр. 11:38.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2047
-
56 δαψιλής
δαψιλ-ής, ές,A abundant, plentiful,ὕδωρ Hp.Acut.65
;ποτόν Hdt. 2.121
.δ'; δωρεή Id.3.130
; ; in too great quantity,Id.
HA 585a27;ἔπαινοι Phld.Lib.p.32O.
;ἔργα Herod.7.84
;πλῆθος σωμάτων Plb.4.38.4
([comp] Sup.); πηγαι Plu. Num.15; χώρα ib.16 ([comp] Comp.); ἐβένου τάλαντον δ. a full talent, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.). Adv.- έως
in abundance,Theoc.
7.145;δαψιλῶς τοὺς φαγόντας βρέχειν Antiph.286
;παρέχεσθαι πάντα D.S.5.14
, cf. 19.3: neut. as Adv.δαψιλὲς ἠπείλησεν Call.Del. 125
: [comp] Comp.- έστερον J.BJ4.11.4
; - εστέρως ib.8.3, Ptol.Tetr.56.2 of space, ample, wide,ἐρημία Lyc.957
.II of persons, liberal, profuse.Arist. VV 1280b25, Axiop.4.4;δ. χορηγός Plu.Per.16
; soκακία δ. τοῖς πάθεσιν Id.2.500e
. Adv.-ῶς, ζῆν X.Mem.2.7.6
: [comp] Sup.-έστατα, χρῆσθαι Id.Cyr.1.6.17
, cf. Ph.Bel.101.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαψιλής
-
57 εὐπινής
A neat, tidy,οὐδ' ἐρημίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος E. Melanipp.Capt.Fr.6.11
(s. v.l.); so perh. Cratin.414.II bright, decorative, τὸν χαλκὸν.. ἔφασαν.. λειότερον, εὐπινέστερον, δυσιωτότερόν τε εἶναι τοῦ σιδήρου (therefore preferable in machine-construction) Heliod. ap. Orib.49.3.5 ([comp] Comp.), cf. 7: hence metaph., of the style of ancient writers, elegant, simple, quaint, Caesar mihi irridere visus est 'quaeso' illud tuum, quod erat εὐπινὲς et urbanum, Cic.Att. 12.6.3 (Adv. - νῶς ib.15.17.2); as v.l. for ἀπηνής, ἁρμονία D.H.Comp. 22. (εὐπινής· εὐειδής, πίνος γὰρ τὸ εἶδος, Et.Gud.d, EM395.4: εὐπινές· τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον, Phot.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπινής
-
58 καράτομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καράτομος
-
59 κωφός
A blunt, dull, obtuse, opp.ὀξύς, κ. βέλος Il.11.390
, cf. E.Fr.495.27;κ. καλάμη AP12.25
(Stat.Flacc.).II metaph.,1 of sound, mute, noiseless,κύματι κωφῷ Il.14.16
; κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει is maltreating dumb, senseless earth, 24.54; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά the other parts sounded dull, opp. to the ringing of the hollow parts when struck, Hdt.4.200: neut. pl. as Adv.,κωφὰ δὲ πόντος κεῖτο Orph.A. 1103
; ὁ κ. λιμήν, prob. the bay of Munychia, as opp. to the noisy Piraeus, X.HG2.4.31; κωφότερος ὁ ψόφος ἔσται, i.e. muffled, Aen.Tact.19; τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος] rings least, Plu.2.721f;κωφοὶ ἄνεμοι D.S.3.51
.2 after Hom., of men or animals, dumb, Parm.6.7, etc.; καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Orac. ap. Hdt.1.47; οὐ.. παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι, i.e. is not so dumb but that he will answer the blind fool who assails him, Cratin.6;κωφότερος κίχλης Eub.29
; κ. χάρις a mute gift (sc. an epitaph), Epigr.Gr. 298 ([place name] Teos); soκωφοῖς δάκρυσι IPE2.299
([place name] Panticapaeum); κ. τάφοι prob. in IG12(8).441.26; κ. προσωπεῖον mute figure on the stage, Ph.2.520, cf. Plu.2.791e;κ. πρόσωπον Cic. Att.13.19.3
; κ. καὶ ἄλογος, of a house, with no echoes, Luc.Dom. 1.b deaf, h.Merc.92, Heraclit.34.A.Th. 202, Ch. 881;λήθην κωφήν, ἄναυδον S.Fr. 670
; ὅσοι γίνονται κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Arist.HA 536b3 (hence of a deaf and dumb person, Hdt.1.34, BGU 1196.49 (i B. C.), cf. Hsch.); c.gen.,κωφὴ ἀκοῆς αἴσθησις Antiph.196.5
, cj. in Pl.Lg. 932a; κ. Ἑλλάδος φωνᾶς deaf of one's Greek ear, i.e. ignorant of Greek, Dialex.6.12;σπαράγματα κωφὰ τοῦ βεβαιοῦντος Plu.2.1108d
.c metaph.,νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει· τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249
;κ. πέτρος Moschio
Trag.7;μαψαῦραι Call.Fr.67
;ἐρημία D.S.3.40
: neut. pl. as Adv., feebly,AP
12.125 (Mel.).3 ὄμμα κ. vacant, lack-lustre eye, Arist.Phgn. 807b23.4 of the senses in general, dull, Thphr.Sens.19 ([comp] Comp.).5 of the mind, dull, obtuse,ἐγὼ ὁ πάντα κ. S.Aj. 911
, cf. Pi.P.9.87;τὸ τῆς ψυχῆς ποιεῖν κ. Pl.Ti. 88b
: κωφοί, οἱ, 'the Dullards', title of satyr-play by Sophocles.b of things, senseless, unmeaning, obscure,κ. καὶ παλαί' ἔπη S.OT 290
;κ. διήγησις Plb.3.36.4
, cf. 5.21.4;ὑπόνοια Phld.Mus.p.71
K.;σκῶμμα Plu.2.712a
; but κ. εὐπραγίαι is prob.f.l.for κοῦφαι, D.C.38.27. Adv.- φῶς obscurely, Vett.Val.251.25: [comp] Comp. - ότερον, ἐνοχλεῖν less acutely, Phld.Vit.p.21 J. -
60 μονάς
A solitary, (troch.); (lyr.); of a woman, alone, by oneself, Id.Andr. 855 (lyr.): as masc., of a man, A. Pers. 734 (troch.).II as Subst. μονάς, ἡ, unit, Pl.Phd. 101c, 105c, Arist.Metaph. 1089b35, etc.; monad, Procl.Inst.64, in Alc.p.51 C. (pl.), Dam.Pr. 199, al.: in Pythag. philosophy, to denote fire, Plu.Num. 11.3 as a measure of length, = δάκτυλος, Hero *Geom.4.2; εἰς μονάδας ἀγαγεῖν reduce to units (of weight, here drachmae), Ph.Bel.51.24; διεξασμένη κατὰ μονάδας, of alum, Dsc.5.106.
См. также в других словарях:
ἐρημία — ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc/acc dual ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημιά — και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία) 1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου 2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά 3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων») αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἐρημίᾳ — ἐρημίαι , ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημιά — η 1. η κατάσταση του έρημου, του ακατοίκητου, του ήσυχου, του μόνου. 2. τόπος έρημος, ακατοίκητος. 3. μτφ., έλλειψη, απουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημιά — ἐρημιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημίας — ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem acc pl ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημίαι — ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημίαν — ἐρημίᾱν , ἐρημία a solitude fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημιῶν — ἐρημία a solitude fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημίαις — ἐρημία a solitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημίη — ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)