-
41 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
42 работа
-ы θ.1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•умственная работа πνευματική εργασία•
научная επιστημονική εργασία•
тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•
женская работа γυναικεία δουλειά.
2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•полевые -ы αγροτικές δουλειές•
принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•
фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•
мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•
каторжные -ы τα κάτεργα.
|| υπηρεσία, εργασία, δουλειά•поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•
сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•
раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•
искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).
3. έργο•печатные -ы δημοσιευμένα έργα•
дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•
выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•
прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.
εκφρ.брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. -
43 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). -
44 работа
работа ж 1) η δουλειά, η εργασία 2) (произведение) το έργο, η εργασία* * *ж1) η δουλειά, η εργασία2) ( произведение) το έργο, η εργασία -
45 труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα* * *м1) ( работа) η εργασία, η δουλειάфизи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία
2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόποςбез труда́ — χωρίς δυσκολία
с трудо́м — με δυσκολία
3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα -
46 εργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
47 ἐργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
48 κηργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
49 κἠργασίας
ἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem acc plἐργασίᾱς, ἐργασίαwork: fem gen sg (attic doric aeolic) -
50 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
51 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
52 εργασίαι
-
53 ἐργασίαι
-
54 халтура
-ы θ.1. πάρεργη ασχολία ή εργασία• τα χρήματα από τέτοια εργασία ή ασχολία.2. εργασία τσαπατσούλικη, άτσαλη• κακοτεχνία. || πράγμα άτσαλο, τσαπατσούλικο. -
55 ἔργον
Grammatical information: n.Meaning: `work, labour, work of art' (Il.).Dialectal forms: Myc. wekata \/wergatās\/Compounds: As 1. member e. g. in ἐργο-λάβος `undertaker'; further PN Έργα-μένης (Bechtel Namenstud. 23f.; cf. ἐργά-της but also Άλκαμένης); very often as 2. member - εργός (or - οργός), e. g. γεωργός (s. γῆ), δημιουργός (s. v.).Derivatives: ἐργώδης `laborious, heavy' (Hp., X.). ἐργάτης m. (from plur. ἔργα; Schwyzer 500; cf. ἐργάζομαι) `labourer', esp. `agricultural lab.', `laborious' (Ion.-Att.), f. ἐργάτις, with ἐργατικός `from an ἐργάτης, laborious', ἐργατίνης = ἐργάτης (Theoc.; vgl. Chantraine Formation 203, Schwyzer 490), διεργάτινος (Mytilene), ἐργατήσιος `profitable' (Plu. Cat. Ma. 21; uncertain; cf. Chantraine 42); ἐργασία, to ἐργάζομαι, s. below; denomin. verb ἐργατεύομαι, - εύω `work hard' with ἐργατεία (LXX, pap.). Έργάνη, Delph. Ϝαργάνα surname of Athena (Delphi VI-Va etc.), also = ἐργασία (pap., H.); ἔργανα, Ϝέργανα (written γέργ-) ἐργαλεῖα H. ἐργαλεῖον, usu. pl. - εῖα, Cret. Ϝεργ- `tool, instrument' (Ion.-Att.); there is no *ἔργαλον (cf. Chantraine 60 w. n. 1). denomin. verb ἐργάζομαι (Schwyzer 734 w. n. 7), Cret. Ϝεργάδδομαι `work' (Il.), often with prefix ἀπ-, ἐν- etc.; several derivv.: ἐργαστικός `busy, productive, labourer' (Ion.-Att.); ἐργασία, Cret. Ϝεργ- `(heavy) labour, fieldwork, profession' (Ion.-Att.; cf. Porzig Satzinhalte 215) with ἐργάσιμος `in business, cleared (land)' (also to ἐργάζομαι; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 44f.); ἐργαστήρ `fieldlabourer' (X.), ἐργαστής `id.', also `negotiator' (A. D., Rom. inscr.); ἐργαστήριον `workshop' (Ion.-Att.; cf Chantraine 62f.; from there - after vinculum - Lat. ergastulum; after Leumann [lastly Sprache 1, 207 n. 11] from ἔργαστρον) with ἐργαστηριακός `labourer' (Plb.), deminut. ἐργαστηρίδιον (pap.); ἔργαστρα pl. `wages' (pap.; Chantraine 332); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147 w. n. 3. Desiderat. ptc. ἐργασείων `who wants to do' (S.).Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- `work'Etymology: Ϝέργον (Dor.; from there El. Ϝάργον) is identical with Av. varǝzǝm n., Germ., e. g. OHG werc, ONo. verk n. ` work'; IE *u̯érǵom n.; with sec. o Arm. gorc `id.' (after deverb. gorcem `work'); uncertain Welsh. vergo-bretus `highest official of the Aeduans'. - Primary verbs ἔρδω and ῥέζω; further ὄργανον, ὄργια, ἐόργη, s. vv.Page in Frisk: 1,548-549Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔργον
-
56 сдельный
(πληρωμή ή εργασία) με την παραγωγήμε το κομμάτιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сдельный
-
57 бригадный
бригадный: \бригадный метод работы η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή* * *брига́дный ме́тод рабо́ты — η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή
-
58 научный
научный επιστημονικός·\научныйая работа η επιστημονική εργασία· \научный работник о επιστήμονας* * *нау́чная рабо́та — η επιστημονική εργασία
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
59 нетрудоспособный
-
60 трудоспособный
См. также в других словарях:
ἐργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
εργασία — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εργάζομαι. 2. καταβολή σωματικής ή πνευματικής δύναμης για την παραγωγή έργου: Εργασία κοπιαστική και επικίνδυνη. 3. ειδική ασχολία, επάγγελμα: Κάθεται τόσο καιρό χωρίς εργασία. 4. τρόπος δουλειάς: Κακότεχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασίᾳ — ἐργασίαι , ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
'ργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαι — ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαν — ἐργασίᾱν , ἐργασία work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)