-
61 трудоспособностьый
трудоспособность||ыйприл ίκανός γιά ἐργασία, ἰκανός γιά δουλειά:\трудоспособностьыйое население οἱ ίκανός γιά ἐργασία. -
62 εργασίαν
-
63 ἐργασίαν
-
64 εργασίη
ἐργασίαwork: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἐργασίαwork: fem dat sg (epic ionic) -
65 задание
-я ουδ.καθήκο, έργο υποχρεωτικό•производственное задание παραγωγικό καθήκο•
выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•
плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.
|| εργασία, δουλειά•домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.
|| παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•боевое задание αποστολή μάχης•
особое задание ειδική αποστολή•
сменное задание δουλειά για μια βάρδια•
не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..
-
66 совместительство
-а ουδ.εργασία παράλληλη•. πολυθεσία•работать по -у εργάζομαι παράλληλα και σε άλλη εργασία.
-
67 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
68 трудоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноικανός για εργασία•-ая часть населения το ικανό μέρος του πληθυσμού για εργασία.
|| ουσ. трудоспособный, -ая ο ικανός, η ικανή για δουλειά. -
69 Business
subs.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.Business dealings: P. συμβόλαια, τά.The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business
-
70 Trade
subs.Ar. and P. ἐμπορία, ἡ, P. ἐργασία, ἡ.Money making: P. χρηματισμός, ὁ.Exchange: P. ἀλλαγή, ἡ; see Exchange.Business: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἀσχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό.Being engaged in trade by sea: P. ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλασσαν (Dem. 893).Be engaged in trade by sea: P. κατὰ θάλασσαν ἐργάζεσθαι (Dem. 1297).——————v. intrans.P. ἐμπορεύεσθαι, ἐργάζεσθαι.Make money: P. χρηματίζεσθαι.Trade in a small way: P. and V. καπηλεύειν.Trade in: Ar. and V. ἐμπολᾶν (acc.), διεμπολᾶν (acc.), ἀπεμπολᾶν (acc.).Trade upon, put to use, met.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Take advantage of: P. and V. ἀπολαύειν (gen.).Trade with: Ar. ἀγοράζειν πρός (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trade
-
71 Work
subs.P. and V. ἔργον, τό.Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.Book: P. and V. βίβλος, ἡ.Set to work: see under Set.Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.——————v. trans.Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).Be an artisan: P. δημιουργεῖν.Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.Work one's way: see Advance.Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι (acc.).Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.Work round: see come round.Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work
-
72 πραγματεία
πραγματεία, ἡ, Betreibung einer Sache oder eines Geschäfts, Bemühung, Beschäftigung; τοῠ φιλοσόφου, Plat. Phaed. 64 e; περὶ λόγου δύναμίν ἐστι πᾶσα αὕτη ἡ πρ., Crat. 408 a, u. öfter; Verhandlung, Dem. 30, 16; Ggstz von έργασία, Isocr. 2, 18; ὄντος ἐμοῠ περὶ ταυτην τὴν πραγματείαν, mit dieser Arbeit beschäftigt, nämlich Reden zu schreiben, 5, 7; Abhandlung, 1, 44; u. überh. ein gefertigtes Schriftwerk, Buch, Plut. Them. 12 u. a. Sp.; ἄλλης γάρ ἐστι πραγματείας, gehört in eine andere Abhandlung, Arist. oft; bes. Geschichtswerk, Pol. 1, 1, 4 u. öfter, immer von seinem eignen Werke; D. Hal., kreis, der alle Sagen vom troischen Kriege in sich begreift, Argum. Soph. Ai.
-
73 δουλικός
δουλικός, knechtisch; γένος Plat. Polit. 309 a; διακονήματα Theaet. 175 e; ἔργον Araros Poll. 3, 75; καὶ ταπεινὰ πράγματα Dem. 57, 45; ἐργασία Arist. pol. 1, 11; Sp., wie Plut., πόλεμος, Sklavenkrieg. Crass. 10. – Adv., δουλικῶς καϑῆσϑαι Xen. Oec. 10, 10.
-
74 δίασμα
δίασμα, τό (s. διάζομαι), der Aufzug des Gewebes, Callim. frg. 244; Nonn. D. 6, 152; VLL. ἡ πρώτη τοῦ ἱματίου ἐργασία.
-
75 λῑμηρός
-
76 αὐτό-φυτα
-
77 ἄ-χρωμος
ἄ-χρωμος, 1) dasselbe. – 2) schamlos, πορνείη Hippocr., wie ἐργασία ἄχρωμος Artemid. 4, 42.
-
78 ἐργατεία
ἐργατεία, ἡ, = ἐργασία, Sp.
-
79 απεργασια
ἥ1) изготовление, выработка, производство(εἰκόνων Plat.; ὄψεων Arst.)
2) искусная работа, отделка(ἡδονέ διὰ τέν ἀπεργασίαν Arst.)
3) вызывание, возбуждение, причинение(ἡδονῆς Plat.; ἐναντίων Plut.)
4) (воз)действие, влияние(τῶν νόσων Plat.; κακοδαίμονος ζωῆς Plut.)
-
80 αυτοφυτος
См. также в других словарях:
ἐργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
εργασία — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εργάζομαι. 2. καταβολή σωματικής ή πνευματικής δύναμης για την παραγωγή έργου: Εργασία κοπιαστική και επικίνδυνη. 3. ειδική ασχολία, επάγγελμα: Κάθεται τόσο καιρό χωρίς εργασία. 4. τρόπος δουλειάς: Κακότεχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασίᾳ — ἐργασίαι , ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
'ργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαι — ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαν — ἐργασίᾱν , ἐργασία work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)