-
1 ανάπηρος
-
2 ἀνάπηρος
-
3 αναπηρος
2увечный, искалеченный, изуродованный(χωλοὴ καὴ τυφλοὴ καὴ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενές καὴ ἀ. Arst.)
πρὸς ἀλήθειαν ἀ. Plat. — невосприимчивый к истине -
4 ἀνάπηρος
ἀνάπηρος, ον (s. ἀνάπειρος, πηρός; the Attic form, as Soph. et al.; TestAbr A 1 p. 77, 7 [Stone p. 2]; Jos., Ant. 7, 61) subst. a cripple w. πτωχός, χωλός, τυφλός (Pla., Cri. 53a χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι; Aelian, VH 11, 9 p. 115, 23; Diog. L. 6, 33) Lk 14:13 v.l., 21 v.l. -
5 ανάπηρος
η, ο [ος, ον ] 1.1) искалеченный; увечный; 2) нетрудоспособный (от увечья); 2. (ο) калека; инвалид;ανάπηρος πολέμου — инвалид войны;
διανοητικώς ανάπηρος — умственно неполноценный
-
6 ἀνάπηρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνάπηρος
-
7 ανάπηρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανάπηρος
-
8 ανάπηρος
οBehinderter m -
9 ανάπηρος
[анапирос] εκ. искалеченный, покалеченный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάπηρος
-
10 ανάπηρος
[анапирос] ουσ. а. калека.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάπηρος
-
11 ανάπηρος
[анапирос] επ искалеченный, покалеченный. -
12 ανάπηρος
[анапирос] ουσ α калека. -
13 ἀνάπηρος
ἀνάπηρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπηρος
-
14 ἀνάπηρος
ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt -
15 ανάπηρος
invalide -
16 ανάπηρος
1) inwalida (m) rzecz.2) nieważny przym.3) ułomny przym. -
17 ανάπηρος
1) invalida2) invalidní3) neplatný -
18 ανάπηρος
1) cripple2) handicapped3) invalidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανάπηρος
-
19 malül
ανάπηρος -
20 invalide
ανάπηρος
См. также в других словарях:
ἀνάπηρος — maimed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπηρος — η, ο 1. ακρωτηριασμένος, σακάτης: Του είχαν δώσει το περίπτερο, γιατί ήταν ανάπηρος πολέμου. 2. ανίκανος, μερικά ή ολικά, για δουλειά από έλλειψη σωματικής ή πνευματικής αρτιότητας: Έκανε αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν από παιδί ανάπηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
ἀναπήρως — ἀνάπηρος maimed adverbial ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρον — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc sg ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήροις — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρου — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρους — ἀνάπηρος maimed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρων — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπήρῳ — ἀνάπηρος maimed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπηρα — ἀνάπηρος maimed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)