Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐργασία

  • 101 тарифицировать

    τιμολογώ, διατιμώ (την εργασία).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тарифицировать

  • 102 труд

    1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειά
    производительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - ας
    ручной - см. физический -
    умственный - πνευματική -, διανοητική -
    2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτη
    η εργασία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труд

  • 103 умственный

    (δια)νοητικ/ός, πνευματικός
    - ая отсталость мед. - ή καθυστέρηση
    - труд η πνευματική εργασία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умственный

  • 104 работать

    1) δουλεύω, εργάζομαι

    кем вы рабо́таете? — τι δουλειά ( или τι εργασία) κάνετε

    2) ( о механизмах) λειτουργώ, δουλεύω

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    3) ( об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτός

    магази́н рабо́тает с 8-ми часо́в — το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί

    Русско-греческий словарь > работать

  • 105 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 106 агитационный

    агит||ационный
    прил διαφωτιστικός, προπαγανδιστικός:
    \агитационныйацио́нная работа ἡ διαφωτιστική ἐργασία.

    Русско-новогреческий словарь > агитационный

  • 107 аккордный

    аккордн||ый
    прил:
    \аккордныйая работа ή. ἐργασία κατ; ἀποκοπή.

    Русско-новогреческий словарь > аккордный

  • 108 благодарный

    благод||арный
    прил εὐγνώμων:
    быть \благодарныйарным кому́-л. χρωστώ εὐγνωμοσύνη; ◊ \благодарныйарный труд ἡ ἀποδοτική ἐργασία.

    Русско-новогреческий словарь > благодарный

  • 109 временный

    времен||ный
    прил προσωρινός, παροδικός/ πρόσκαιρος (преходящий):
    \временныйная работа ἡ προσωρινή ἐργασία· \временныйное правительство ἡ προσωρινή κυβέρνηση.

    Русско-новогреческий словарь > временный

  • 110 выполнить

    выполнить
    сов, выполнять несов ἐκ-«λω, ἐκπληρώ/ πραγματοποιώ (осуществлять):
    \выполнить работу ἐκτελώ τήν ἐργασία· \выполнить обещание ἐκπληρώ ὑπόσχεση· \выполнить свой Долг ἐκπληρώ τό χρέος μου· \выполнить задание ἐκπληρώ ἀποστολή.

    Русско-новогреческий словарь > выполнить

  • 111 дипломный

    дипло́мн||ый
    прил τοῦ διπλώματος, τοῦ πτυχίου:
    \дипломныйая работа ἡ πτυχιακή μελετη, ἡ πτυχιακή ἐργασία.

    Русско-новогреческий словарь > дипломный

  • 112 дорабатывать

    дорабатывать
    несов, доработать сов (заканчивать) ἀποτελειώνω, φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνω ἐργασία[ν]:
    \дорабатывать проект διορθώνω καί τελειώνω τό σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > дорабатывать

  • 113 занятие

    занят||ие
    с
    1. (труд, работа) ἡ ἀσχολία, ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐργασία:
    род \занятиеий τό ἐπάγγελμα· побочное \занятие τό πάρεργο·
    2. \занятиеия мн. (учеба) οἱ ἀσχολίες, οἱ ἐργασίες / τά (σχολικά) μαθήματα (школьные):
    практические \занятиеия (лабораторные) τά ἐργαστηριακά μαθήματα, τά ἐργαστήρια· часы \занятиеий а) (в школе) οἱ ὠρες τῶν μαθημάτων, б) (в институте) οἱ παραδόσεις· тактические \занятиеия воен. μαθήματα τακτικής·
    3. (времяпрепровождение) разг ἡ ἀσχολία·
    4. (захват) ἡ κατάληψη [-ις]:
    \занятие города ἡ κατάληψη τής πόλης.

    Русско-новогреческий словарь > занятие

  • 114 исследовательский

    исследова||тельский
    прил ἐρευνητικός, τῶν ἐρευνών:
    \исследовательскийтельская работа ἡ ἐρευνητική ἐργασία· \исследовательскийтельский институт τό 'Ινστιτούτο ἐπιστημονικών ἐρευνῶν.

    Русско-новогреческий словарь > исследовательский

  • 115 кормиться

    корм||и́ться
    1. (питаться) τρέφομαι, βόσκω·
    2. (жить чем-л.) διατρέφομαι, διατηρούμαι:
    \кормитьсяи́ться своим трудом ζώ μέ τήν ἐργασία μου, τρέφομαι μέ τόν ίδρωτα μου.

    Русско-новогреческий словарь > кормиться

  • 116 культурно-просветительный

    культу́рно-просвети́тельн||ый
    прил (έκ)πολιτιστικός-μορφωτικός:
    \культурно-просветительныйая работа ἡ (ἐκ)πολιτιστικήμορφωτική ἐργασία.

    Русско-новогреческий словарь > культурно-просветительный

  • 117 кур'совой

    кур'сов||ой
    прил
    1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:
    \кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·
    2. (учебный):
    \кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή.

    Русско-новогреческий словарь > кур'совой

  • 118 медлить

    медл||ить
    несов βραδύνω, ἀργώ, ἀργοπορώ, χρονίζω:
    \медлить с окончанием работы ἀργῶ νά τελειώσω τήν ἐργασία· не \медлитья ни минуты χωρίς νά χάνω ὁὔτε λεφτό.

    Русско-новогреческий словарь > медлить

  • 119 наемный

    наемн||ый
    прил
    1. τοῦ ἐνοικίου/ πού νοικιάζεται (отдающийся в наем)/ ©νοικιασμένος (нанятый)·
    2. (оплачиваемый) μισθωτός, Εμμισθος / ὁ μισθοφόρος (о солдатах, войсках):
    \наемный рабочий ὁ μισθωτός ἐργάτης· \наемный труд ἡ μισθωτή ἐργασία· \наемныйые войска τό μισθοφορικά στρατεύματα·
    3. перен (продажный) πουλημένος, πληρωμένος, ἐξαγορασμένος:
    \наемный убийца ὁ πληρωμένος δολοφόνος.

    Русско-новогреческий словарь > наемный

  • 120 научный

    научн||ый
    прил ἐπιστημονικός:
    \научныйая работа ἡ ἐπιστημονική ἐργασία· \научный работник ὁ ἐπιστήμονας [-ων].

    Русско-новогреческий словарь > научный

См. также в других словарях:

  • ἐργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εργάζομαι. 2. καταβολή σωματικής ή πνευματικής δύναμης για την παραγωγή έργου: Εργασία κοπιαστική και επικίνδυνη. 3. ειδική ασχολία, επάγγελμα: Κάθεται τόσο καιρό χωρίς εργασία. 4. τρόπος δουλειάς: Κακότεχνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργασίᾳ — ἐργασίαι , ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • 'ργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίαι — ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασίαν — ἐργασίᾱν , ἐργασία work fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»