-
1 işçilik
εργασία -
2 zaměstnanost
εργασία -
3 employment
εργασία -
4 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
5 работа
-ы θ.1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•умственная работа πνευματική εργασία•
научная επιστημονική εργασία•
тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•
женская работа γυναικεία δουλειά.
2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•полевые -ы αγροτικές δουλειές•
принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•
фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•
мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•
каторжные -ы τα κάτεργα.
|| υπηρεσία, εργασία, δουλειά•поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•
сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•
раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•
искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).
3. έργο•печатные -ы δημοσιευμένα έργα•
дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•
выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•
прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.
εκφρ.брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό. -
6 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). -
7 работа
работа ж 1) η δουλειά, η εργασία 2) (произведение) το έργο, η εργασία* * *ж1) η δουλειά, η εργασία2) ( произведение) το έργο, η εργασία -
8 труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα* * *м1) ( работа) η εργασία, η δουλειάфизи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία
2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόποςбез труда́ — χωρίς δυσκολία
с трудо́м — με δυσκολία
3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα -
9 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
10 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
11 халтура
-ы θ.1. πάρεργη ασχολία ή εργασία• τα χρήματα από τέτοια εργασία ή ασχολία.2. εργασία τσαπατσούλικη, άτσαλη• κακοτεχνία. || πράγμα άτσαλο, τσαπατσούλικο. -
12 сдельный
(πληρωμή ή εργασία) με την παραγωγήμε το κομμάτιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сдельный
-
13 бригадный
бригадный: \бригадный метод работы η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή* * *брига́дный ме́тод рабо́ты — η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή
-
14 научный
научный επιστημονικός·\научныйая работа η επιστημονική εργασία· \научный работник о επιστήμονας* * *нау́чная рабо́та — η επιστημονική εργασία
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
15 нетрудоспособный
-
16 трудоспособный
-
17 трудоспособностьый
трудоспособность||ыйприл ίκανός γιά ἐργασία, ἰκανός γιά δουλειά:\трудоспособностьыйое население οἱ ίκανός γιά ἐργασία. -
18 задание
-я ουδ.καθήκο, έργο υποχρεωτικό•производственное задание παραγωγικό καθήκο•
выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•
плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.
|| εργασία, δουλειά•домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.
|| παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•боевое задание αποστολή μάχης•
особое задание ειδική αποστολή•
сменное задание δουλειά για μια βάρδια•
не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..
-
19 совместительство
-а ουδ.εργασία παράλληλη•. πολυθεσία•работать по -у εργάζομαι παράλληλα και σε άλλη εργασία.
-
20 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι.
См. также в других словарях:
ἐργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
εργασία — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εργάζομαι. 2. καταβολή σωματικής ή πνευματικής δύναμης για την παραγωγή έργου: Εργασία κοπιαστική και επικίνδυνη. 3. ειδική ασχολία, επάγγελμα: Κάθεται τόσο καιρό χωρίς εργασία. 4. τρόπος δουλειάς: Κακότεχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργασίᾳ — ἐργασίαι , ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
'ργασία — ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc/acc dual ἐργασίᾱ , ἐργασία work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἠργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαι — ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασίαν — ἐργασίᾱν , ἐργασία work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)