-
21 εγερτικώ
-
22 ἐγερτικῷ
-
23 εγερτική
-
24 ἐγερτική
-
25 εγερτικήν
-
26 ἐγερτικήν
-
27 κατασταλτικός
A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19;ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4
, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2;κ. φάρμακα Gal.14.763
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασταλτικός
-
28 διεγερτικός
δι-εγερτικός, u. δι-εγερτήριος, ή, όν, aufweckend, erregend -
29 ἐπεγερτικός
ἐπ-εγερτικός, ή, όν, aufweckend, ermunternd -
30 ἐγείρω
Grammatical information: v.Meaning: `awaken, rouse, raise';Other forms: Aor. ἐγεῖραι, fut. ἐγερῶ, late perf. ἐγήγερκα; ἐγείρομαι, aor. ἐγρέσθαι `rise' with new present ἔγρομαι, ἔγρω (E.), perf. ἐγρήγορα `I am awake' with ep. forms ipv. ἐγρήγορθε, inf. - θαι, 3. plur. ind. -θᾱσι, part. - ορόων (see Chantraine Gramm. hom. 1, 429 w. n. 2 and 359; Schwyzer 800 n. 8 and 540 n. 4); new pres. γρηγορέω (hellenist.; Schwyzer 768 w. n. 1), also ἐγρηγορέω (Debrunner IF 47, 356).Compounds: Often with prefix: ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ- etc. As 1. member in ἐγρε-κύδοιμος (Hes.), ἐγρε-μάχᾱς (S.) etc.; cf. ἐγερσι- below.Derivatives: ἔγερσις `awakening' (Ion. Att.) with ἐγέρσιμος ( ὕπνος Theoc. 24, 7; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 102), often with prefix ἀν-, δι-, ἐξ-, ἐπ-έγερσις; also as 1. member in late comp., e. g. ἐγερσι-μάχᾱς (AP); ἐγερτήριον `awakening' (Ael.); ἐξ-εγέρτης `who rises' (pap.); ( δι-, ἐπ-)ἐγερτικός `raising' Pl.); ἀν-εγέρμων `vigilant' (AP); ἐγερτί adv. `id.' (Heraklit.). - From the perfect: ἐγρήγορσις `watch' (Hp., Arist.), ἐγρηγορικός `watching' (Arist.), ἐγρηγορότως adv. `id.' (Plu., Luc.), ἐγρήγορος `id.' (Adam.), ἐγρηγορτί adv. `awake' (Κ 182). - Lengthened present ἐγρήσσω `be awake' ( πάννυχοι ἐγρήσσοντες Λ 551)after the verbs in - σσω like πτήσσω, κνώσσω, s. Chantraine Gramm. hom. 1, 335 (doubtful Schwyzer 648 n. 3).Etymology: The perf. ἐγρήγορα resembles Skt. jā-gā́ra, Av. ǰa-gāra `I am awake' from * h₁g(r)e-h₁gor- (-᾽γρ- from the aorist ἐγρέσθαι?). Uncertain is Lat. expergīscor. - On ModGr. γέρνω (aor. ἔγειρα) `incline, sink' s. Hatzidakis Glotta 22, 131.Page in Frisk: 1,437-438Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγείρω
-
31 Provocative
adj.P. παροξυντικός, P. and V. πικρός.Provocative of ( calling into play): P. παρακλητικός (gen.), ἐγερτικός (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Provocative
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek
ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek