Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ-εγέρτης

См. также в других словарях:

  • ζυμεγέρτης — και ζυμωσιεγέρτης, ο μη εν χρήσει σήμερα ονομασία τού ενζύμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + εγέρτης (< εγείρω), πρβλ. δημ εγέρτης, εθν εγέρτης. Η λ. στον πληθ., ζυμεγέρται, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθωνα Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • νεκρεγέρτης — νεκρεγέρτης, ὁ (Α) (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εγείρει τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + εγέρτης (< ἐγείρω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»