-
1 ἐγερτικός
II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute,ἐ. ἐπίρρημα AB1147
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερτικός
-
2 εγερτικά
ἐγερτικόςwaking: neut nom /voc /acc plἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc /acc dualἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ἐγερτικά
ἐγερτικόςwaking: neut nom /voc /acc plἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc /acc dualἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 εγερτικών
-
5 ἐγερτικῶν
-
6 εγερτικόν
-
7 ἐγερτικόν
-
8 εγερτικώτατον
-
9 ἐγερτικώτατον
-
10 εγερτικαί
-
11 ἐγερτικαί
-
12 εγερτικοί
-
13 ἐγερτικοί
-
14 εγερτικώ
-
15 ἐγερτικῷ
-
16 εγερτική
-
17 ἐγερτική
-
18 εγερτικήν
-
19 ἐγερτικήν
-
20 κατασταλτικός
A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19;ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4
, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2;κ. φάρμακα Gal.14.763
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασταλτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek
ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek