-
1 ἐγερτικός
-
2 εγερτικος
31) возбуждающий(νοήσεως Plat.; θυμοῦ Plut.)
2) грам. превращающий тупое ударение (предшествующего слога) в острое, т.е. энклитическийτὰ ἐγερτικά — энклитики, энклитические слова
-
3 ἐγερτικός
ἐγερτικός, erweckend, ermunternd -
4 εγερτικός
η, όν1) см. εγερτήριος; 2) возбуждающий, стимулирующий; подстрекающий -
5 ἐγερτικός
II in Gramm., enclitic, because changing the grave accent of the preceding word into the acute,ἐ. ἐπίρρημα AB1147
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερτικός
-
6 δι-εγερτικός
δι-εγερτικός, ή, όν, aufweckend, erregend, τινός, Ath. II, 64 b u. a. Sp.
-
7 ἐπ-εγερτικός
ἐπ-εγερτικός, ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
-
8 εγερτικά
ἐγερτικόςwaking: neut nom /voc /acc plἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc /acc dualἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ἐγερτικά
ἐγερτικόςwaking: neut nom /voc /acc plἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc /acc dualἐγερτικά̱, ἐγερτικόςwaking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 εγερτικών
-
11 ἐγερτικῶν
-
12 εγερτικόν
-
13 ἐγερτικόν
-
14 εγερτικώτατον
-
15 ἐγερτικώτατον
-
16 διεγερτικος
-
17 εγερτικαί
-
18 ἐγερτικαί
-
19 εγερτικοί
-
20 ἐγερτικοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγερτικός — ή, ό (AM ἐγερτικός, ή, όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερση αρχ. ἐγερτικά τα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία … Dictionary of Greek
ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek