Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίγραμμα

См. также в других словарях:

  • ἐπίγραμμα — inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • επίγραμμα — το, ατος 1. καθετί που επιγράφεται κάπου, επιγραφή. 2. έμμετρη επιγραφή σε μνημείο ή σε αφιέρωμα ή σε έργο τέχνης. 3. αναμνηστική επιγραφή του ονόματος αυτού που δημιούργησε έργο τέχνης ή αυτού που αφιέρωσε κάτι. 4. μικρό και περιεκτικό ποίημα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπίγραμμ' — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίγραμμα — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγραμμάτων — ἐπίγραμμα inscription neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμμασι — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμμασιν — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματα — ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματι — ἐπίγραμμα inscription neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματος — ἐπίγραμμα inscription neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»