Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-κλάω

См. также в других словарях:

  • ἐπανακλᾶσθαι — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf mp ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf mp ἐπί ἀνακλάζω cry aloud fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακλᾷν — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf act ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»