Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπικείμεναι

См. также в других словарях:

  • ἐπικείμεναι — ἐφικνέομαι reach at aor inf act (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem nom/voc pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»