Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίηρα

См. также в других словарях:

  • επίηρα — ἐπίηρα φέρειν (Α) 1. φέρνω σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα 2. (ως επίρρ.) έπίηρα για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρα «ευχαρίστηση, χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιῆρα — ἐπϊῆρα , ἐπαίρω lift up and set on aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίηρα — acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίηρ' — ἐπίηρα , ἐπίηρα acceptable neut nom/voc/acc pl ἐπίηρε , ἐπίηρα acceptable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίηρον — ἐπίηρα acceptable masc/fem acc sg ἐπίηρα acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίηρος — ἐπίηρα acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»