-
21 λοιγός
1 havocἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
† λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) I. 7.28 -
22 πόνος
πόνος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις, -ους.)a labour, trialἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
[ πόνων (coni. Er. Schmid: βωμῶν, βωμῷ codd.) O. 10.25]εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον i. e. the voyage of the Argo P. 4.178 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον i. e. of ploughing with the bulls of Aietes P. 4.243πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.42
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78 “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.89
ἐμοὶ δὲ τοῦτ[ον δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον (Π̆{S}: πορον Π: sc. of creating poetry) Πα. 7B. 22. ]γὰρ ἐπῆν πόνος Pae. 8.88
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143 νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις ἑλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. esp., of athletic effort,ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.
15.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον, οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις I. 3.17
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.25
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
fig., ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας i. e. of catching fish P. 2.79b work, that upon which one labo<*>rs μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον i. e. honeycomb P. 6.54 πόνοι χορῶν[ ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 16, cf.χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα N. 3.12
-
23 υἱός
a son υἱὲ Ταντάλου (Pelops) O. 1.36προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς (sons of Pelops) O. 1.89 ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός (Oidipous) O. 2.38υἱῶν, Ψαῦμι, παρισταμένων O. 5.23
Σωστράτου υἱός (Hagesias) O. 6.9 εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱὸν (Opous) O. 9.62 υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν (Menoitios) O. 9.69 Διὸς ἄλκιμος υἱός (Herakles) O. 10.45 υἱὲ Φιλάνορος (Ergoteles) O. 12.13τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος Πάγασον O. 13.63
ὄφρ' υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (Asopichos) O. 14.22 Ποιάντος υἱὸν τοξόταν (Philoktetes) P. 1.53 ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (Deinomenes) P. 1.70 “ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου (Battos) P. 4.59 Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς (Herakles, Kastor, Polydeukes) P. 4.171 διδύμους υἱούς (Echion, Erytos) P. 4.178 Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (Aietes) P. 4.241 Φιλύρας υἱὸν (Cheiron) P. 6.22 λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (Aristomenes) P. 8.20 “ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” (Aigialeus) P. 8.53 Καρνειάδα υἱὸς (Telesikrates) P. 9.72 τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (Iphikles, Herakles) P. 9.86ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν P. 9.100
καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (Hippokleas) P. 10.26Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν P. 11.62
υἱὸς Δανάας (Perseus) P. 12.17 εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ (Herakles) N. 1.58 [θαμά κε τῷδε μέλει κλιθείς, υἱὸν κελάδησε καλλίνικον (Bergk: ὕμνον codd.) N. 4.16]Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς N. 5.4
Ἐνδαίδος ἀριγνῶτες υἱοὶ (Peleus, Telamon) N. 5.12 ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (W. Schulze: υἱῶν codd.: Sokleidas) N. 6.22 φαεννᾶς υἱὸν Ἀόος (Memmon) N. 6.52 ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς (Aiakos) N. 8.7 Τελαμῶνος υἱόν (Aias) N. 8.23 “ ἐσσί μοι υἱός” (Zeus speaks to Polydeukes) N. 10.80ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῆσαι I. 1.52
ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας (Herakles) I. 4.55ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς I. 4.64
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν (Pytheas, Phylakidas) I. 5.21υἱοῖσί τε φράζων παραινεῖ I. 6.68
( Αἰακός)τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ I. 8.25
“ υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” (Achilles) I. 8.36 Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (G-H: υἱ[ες]σι(ν) alii metr. gr.) Πα.. 3. Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 1. υἱὸν Ἁγησίλα (Theoxenos) fr. 123. 15. υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα Θρ. 3. 11. Ἐνυαλίου ἔκπαγλον υἱὸν (Diomedes) fr. 169. 13. Σθενέλοιό μιν υἱὸς (Eurystheus) fr. 169. 45. Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ fr. 172. 3. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos, Theseus) fr. 243. Ἀλέρας υἱόν Tityos fr. 294. father not indicated, λόγου φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο παρμένοντας αἰχμᾷ (i. e. the Epigoni, including Amphiareus' own son Alkmaion) P. 8.40]υἱὸν ἔτι τέξει Pae. 10.21
]εοσυιοντα[ P. Oxy. 2442, fr. 35. ] Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622, fr. 1. 15, ad ?fr. 346.b descendantσφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
c met. αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν (αὐτὴν τὴν Ὀποῦντα καὶ τὸν υἱὸν δὲ αὐτῆς τὸν Ἐφάρμοστον Σ.) O. 9.14 -
24 χαλκοθώραξ
1 with bronze breastplateἌβδηρε χαλκοθώραξ Pae. 2.1
χαλκοθώ]ρᾶκος Ἐνυαλίου (supp. Lobel) fr. 169. 12. χαλ]κοθωράκων (supp. Lobel) ?fr. 349. -
25 αὐλός
αὐλός, ὁ,A pipe, flute, clarionet, Il.10.13, 18.495, h.Merc. 452;Λύδιος Pi.O.5.19
; Ἔλυμος, i.e. Φρύγιος (q. v.), S.Fr. 398; ; αὐ. γυναικήιος, ἀνδρήιος, Hdt.1.17; αὐ. ἀνδρεῖοι, παιδικοί, παρθένιοι, Ath.4.176f, Poll.4.81;ὁ παρθένιος αὐ. τοῦ παιδικοῦ ὀξύτερος Arist. HA 581b11
;διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι Theoc.Ep.5.1
;ἐμφυσᾶν εἰς αὐλούς D.S.3.59
; αὐ. Ἐνυαλίου, i.e. a trumpet, AP6.151 (Tymn.); ὑπ' αὐλοῦ to the sound of the flute, Hdt. l. c.; πρὸς τὸν αὐ., ὑπὸ τὸν αὐ., X.Smp.6.3, etc.: pl., αὐλοὶ πηκτίδος pipes of the πηκτίς, IG4.53 ([place name] Aegina).2 hollow tube, pipe, groove, περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι the buckle was furnished with two pipes or grooves (into which the tongue fitted), Od.19.227; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμε spirted up beside the vizard (cf. αὐλῶπις), or beside the socket of the spear-head into which the shaft fitted, Il.17.297; but in Od. 22.18 αὐλὸς παχύς means the jet of blood through the tube of the nostril; αὐλὸς ἐκ χαλκείου the smith's bellows, Hp.Art.47,77, cf. Th.4.100; tube of the clepsydra, Arist.Pr. 914b14;βλέπειν δι' αὐλοῦ Id.GA 780b19
.3 in animals, blow-hole of cetacea, Id.HA 589b19, PA 697a17; funnel of a cuttle-fish, Id.HA 524a10; conus arteriosus in fishes, ib. 507a10, Resp. 478b8; duct, prob. in Id.GC 322a28.6 cow-bane, Cicuta virosa, Ps.-Plu.Fluv.10.3.7 εἶδος ἀκολάστου σχήματος, EM170.28. -
26 λοιγός
λοιγός (A), ὁ,A ruin, havoc, of death by plague,ἡμῖν ἀπὸ λ. ἀμῦναι Il. 1.67
; by war, 5.603, etc.; of destruction of ships,νεῶν ἀπὸ λ. ἀμύνων 16.80
;λ. Ἐνυαλίου Pi.N.9.37
; βοᾷ λοιγὸν Ἐρινύς (Schütz λοιγὸς Ἐρινύν) A.Ch. 402 (lyr.);ἀνδροκμὴς λ. Id.Supp. 679
(lyr.).—Poet. (not in Od.); mock-heroic in Cratin.171. (Cf. Lith. pa-liegti 'become feeble, sickly'.)------------------------------------λοιγός (B), όν, -
27 πόνος
A work, esp. hard work, toil, in Hom. mostly of the toil of war, μάχης π. the toil of battle, Il.16.568; πόνος alone, = μάχη, 6.77, Od.12.117, al.; πόνον ἔχειν, = μάχεσθαι, Il.6.525, cf. 13.2, al.;ἀνδράσι δυσμενέεσσι π. καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158
;π. ἀνδρῶν Thgn.987
;πόνοι Ἐνυαλίου Pi.I.6(5).54
; ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ πολέμαρχος διαφθείρεται in this struggle (at Marathon), Hdt.6.114;ἐν τοῖσι Τρωϊκοῖσι π. Id.9.27
.2 generally, toil, labour,ἐπεὶ παύσαντο πόνου Il.1.467
, al.; π. ὀρνίθεσσι τιθείη cause toil to them, Hes.Op. 470; π. λαβόντας incurring toil, Hdt.7.24;π. παρέχειν μανθάνοντι Pl.R. 526c
; μάταιος π. labour in vain, Id.Ti. 40d;οἱ κατὰ τὰ σώματα π. Id.Plt. 294e
;π. συνεχής Democr.241
;πολλῷ π. A.Pers. 509
;μετὰ πολλοῦ π. Pl.Sph. 230a
;σὺν π. X.Cyn.9.6
;οὐ μακρῷ π. A.Pr.75
;ἄνευ π. X.Mem.2.6.22
; ἔχει πόνον πολύν involves much trouble, Ar. Pax 1216 (also εἰνάλιον π. ἐχοίσας σκευᾶς when the tackle labours in the sea, Pi.P.2.79): pl.,π. ἑκούσιοι Democr.240
.3 of special kinds of labour, bodily exertion, exercise,στρατιωτικοὶ π. X.Cyr.3.3.9
; of exertions in the games, Hes.Sc. 305, Pi.N.4.1, l.4(3).47, etc.; γυμνάσια.., νεανιᾶν (prob.) πόνον the scene of youthful labours, E.Hel. 211 (lyr.);εἰναλίοισι πόνοισι Theoc.21.39
.4 work, task, business,ἐπεὶ π. ἄλλος ἔπειγεν Od.11.54
; enterprise, undertaking, S.Ph. 864 (lyr.), etc.5 implements for labour, stock-in-trade,οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόνος Theoc.21.14
; καὶ πόνος ἐντὶ θάλασσα the sea is their workshop, Mosch.Fr.1.10.II stress, trouble, distress, suffering, Il.19.227; ;ἦ μὴν καὶ π. ἐστὶν.. 2.291
; ἐν τούτῳ τῷ π., of a storm, Hdt.7.190; ὁ Μηδικὸς [π.] the trouble from the Medes, Id.4.1;παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί Pi.N.10.78
: freq. in Trag.,πόνος πόνῳ πόνον φέρει S.Aj. 866
(lyr.);πόνον ἔχειν Id.OC 232
(lyr.), etc.: in pl., sufferings, A.Pr.66, 328, etc.; πόνους πονεῖν (cf.πονέω B.1.2
);διά τινα πόνους ἔχειν Ar.Ec. 975
(lyr.); also of disease,κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Th.2.49
; ; ἰσχίων π. καὶ πλευρᾶς ib. 73.2 pain, esp. physical,δύο π. ἅμα γενομένων, μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον, ὁ σφοδρότερος ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον Hp.Aph.2.46
, cf. Erot. s.v. πόνοι, Gal.17(2).699;π. ἐν κεφαλῇ Hp.
Acut.(Sp.) 40;ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Id.Aph.4.44
,45, cf. Sor.1.27, al.;π. ἐς ἀμφοτέρας κνήμας Hp. Epid.1.26
.γ, cf. δ, al., LXX Ge.34.25; distd. from λύπη (pain in general), Alex.Aphr.Quaest.125.33; but sts. = λύπη, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.Vat.4, Fr. 442, Phld.Mus.p.72K. -
28 ἐνηλεγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνηλεγής
-
29 αὐλός
αὐλός, (1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, teils von Rohr u. Holz, teils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Ἐνυαλίου, die Trompete. (2) jede Röhre, röhrenartiger Körper; die Röhren, wodurch der Walfisch das Wasser ausstößt. (3) ein Fisch
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἐνυαλίου — Ἐνυάλιος the Warlike masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυαλίου — ἐνῡαλίου , Ἐνυάλιος the Warlike masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενυώ — Αρχαία πολεμική θεότητα. Οι μυθογράφοι την εμφανίζουν άλλοτε ως μητέρα, άλλοτε ως τροφό ή κόρη και άλλοτε ως σύντροφο του Άρη και μητέρα του Ενυαλίου. Συνοδός της είναι ο Κύδοιμος, που προσωποποιεί τη βοή των μαχών. Η Ε. ήταν αντίπαλος της Αθηνάς … Dictionary of Greek
ενυάλιος — Αρχαία πολεμική θεότητα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν Ε. ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο, ή θεότητα, η οποία, τουλάχιστον αρχικά, ήταν αυτοτελής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου… … Dictionary of Greek
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek