Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐναντιῶ

См. также в других словарях:

  • ἐναντιῶ — ἐν , ἀνά τίζω to be always asking what? fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐναντϊῶ , ἐν , ἀντί εἰμί sum pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐναντϊῶ , ἐν , ἀντί ἵημι Ja c io aor subj act 1st sg ἐναντϊῶ , ἐν , ἀντί ἵημι Ja c io aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίω — ἐναντίος opposite masc/neut nom/voc/acc dual ἐναντίος opposite masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίῳ — ἐναντίος opposite masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίωι — ἐναντίῳ , ἐναντίος opposite masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… …   Dictionary of Greek

  • OSTII apertura — apud Veteres duplex fuit: namque vel in interiores partes, ut hodieque, vel in exteriores, fiebat; quorum ostiorum illa ἔσω, haec ἔξω ἀνοίγεςθαι, dicebantur. Meminit huius aperturae Vitruvius, l. 4. c. 6. Ipsaque forium ornamenta non siunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»