-
21 καπνοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνοβάτης
-
22 καρκινοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινοβάτης
-
23 καταιβάτης
A descending in thunder and lightning, Ar. Pax42, Clearch.9, Lyc.1370, IG2.1659b, 12(3).1360 ([place name] Thera), 1093 ([place name] Melos), BCH50.245 ([place name] Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.ND9: applied by Athenian flattery to Demetrius, Plu.Demetr.10; also κ. κεραυνός, σκηπτός, A.Pr. 361, Lyc.382.2 of Hermes, who led souls down to the nether world, Sch.Ar. Pax 649.4 of a person, descending underground, Dam. Isid. 131.5 καταιβάται, οἱ, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, Inscr.Magn.215a36.--In these senses the form καταβάτης never occurs; cf. καταιβάσιος, καταιβάτις, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιβάτης
-
24 κερατοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοβάτης
-
25 κεροβάτης
A horn-footed, hoofed,κεροβάτας Πάν Ar.Ra. 230
(lyr.): acc. to some Gramm., he that goes with horns, i.e. the horned god; acc. to Sch., he that walks the mountain-peaks (cf. κέρας v.6).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεροβάτης
-
26 κραταιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιβάτης
-
27 κρημνοβάτης
2 rope-dancer, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνοβάτης
-
28 κυνοβάτης
A with short, stiff fetlocks, of a horse, Hippiatr.115; of an ass, ib. 14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοβάτης
-
29 λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
A heavygoing discordant talker, Com.word in Pratin.Lyr.1.13 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
-
30 ληνοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληνοβάτης
-
31 λοξοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοξοβάτης
-
32 μεταβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάτης
-
33 ναυσιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσιβάτης
-
34 νευροβάτης
A rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευροβάτης
-
35 νηοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηοβάτης
-
36 νυκτιβάτης
A walking by night, Lyr.Alex. Adesp.19.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιβάτης
-
37 παραβάτης
παρα-βάτης [pron. full] [βᾰ], poet. and early [dialect] Att. [full] παραιβάτης (IG12.5, etc.), ου, ὁ, ( παραβαίνω I)A one who stands beside: prop. the warrior or combatant who stands beside the charioteer, , cf. D.S.5.29;παραιβάτας ἔστησαν ἐς τάξιν δορός E.Supp. 677
;ἀναλαβεῖν τοὺς παραβάτας X.Cyr.7.1.29
, etc.;δύο δ' εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι π. πρὸς ἡνιόχῳ Str.15.1.52
: = [dialect] Att. ἀποβάται, acc. to D.H.7.73; fem. [full] παραιβάτις, A.R.1.754.2 light troops ( velites) who ran beside the cavalry, Plu.Aem.12.II ( παραβαίνω II. 1) transgressor, A.Eu. 553 (lyr., in poet. form [full] παρβάτης), cf. Sm.Ps.16(17).4;π. θεῶν Polem.
ap. Macr.Sat.5.19.29;π. νόμου Ep.Rom.2.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάτης
-
38 παραιβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιβατέω
-
39 παρβαίνω
παρ-βαίνω, [suff] παρ-βασία, [suff] παρ-βάτης, [suff] παρ-βεβᾰώς, [suff] παρ-βολάδην, poet. for παραβ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρβαίνω
-
40 πετροβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετροβάτης
См. также в других словарях:
βάτης — one that treads masc nom sg βατέω cover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
βατῆς — βατέω cover pres ind act 2nd sg (doric) βατός passable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
βατᾶν — βάτης one that treads masc gen pl (doric aeolic) βατός passable masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατῶν — βάτης one that treads masc gen pl βατέω cover pres part act masc nom sg (attic epic doric) βατός passable fem gen pl βατός passable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτη — βάτης one that treads masc voc sg βατέω cover pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βατέω cover imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτην — βάτης one that treads masc acc sg (attic epic ionic) βαίνω walk aor ind act 3rd dual (epic) βαίνω walk aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτου — βάτης one that treads masc gen sg βάτον blackberry neut gen sg βάτος 1 bramble fem gen sg βάτος 2 fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτω — βάτης one that treads masc gen sg (attic epic ionic) βάτον blackberry neut nom/voc/acc dual βάτον blackberry neut gen sg (doric aeolic) βάτος 1 bramble fem nom/voc/acc dual βάτος 1 bramble fem gen sg (doric aeolic) βάτος 2 fish masc nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek